Η Σωτηρία Μπέλλου ξεκίνησε την πορεία της στο τραγούδι με τσαμπουκά. Μαγκάκι ήταν και έκανε «δήλωση» σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο. «Κύριοι, ήρθα...»! Ήταν η πρώτη γυναίκα τραγουδίστρια που έπιασε καρέκλα πάνω στο πάλκο. Και όχι με τα χέρια να ακουμπάνε στα γόνατα όπως έχουμε συνηθίσει στις ελληνικές ταινίες. Με το ένα χέρι να ακουμπάει την πλάτη της καρέκλας, ελαφρώς γυρισμένη προς τα πίσω και με ένα τσιγάρο στο άλλο χέρι. Αυστηρά ντυμένη. Ήταν και εγγονή παπά. Αλλά δεν «χάριζε κάστανα». Αν της την «έμπαινες» άκουγες τόσο βρισίδι που θα έκανε και... νταλικέρη να κοκκινίσει από την ντροπή του. Έζησε μια ζωή αδούλωτη. Άτακτη, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Απείθαρχη.
Το βιτριόλι, η Αντίσταση και τα κολαστήρια της οδού Μέρλιν
Η Μπέλλου γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1921 στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας. Οι γονείς της είχαν μπακάλικο και, επειδή δούλευαν πολλές ώρες, την ανατροφή της, όπως και των τεσσάρων αδερφών της, ανέλαβε ο ιερέας παππούς της. Από μικρή βρέθηκε μέσα σε ήχους και ψαλμωδίες. Προφανώς, η βυζαντινή μουσική ήταν αυτή που προκάλεσε μέσα της το πρώτο σκίρτημα. Το δεύτερο ήταν όταν είδε στον κινηματογράφο την «Προσφυγοπούλα» με την αξέχαστη Σοφία Βέμπο. Η Μπέλλου «μαγεύτηκε». Καθόταν με τις ώρες και προσπαθούσε να αντιγράψει τις κινήσεις της Βέμπο.
Όταν ανακοίνωσε στους γονείς της πως θέλει να γίνει τραγουδίστρια, εκείνοι αντέδρασαν έντονα. Η Μπέλλου, ωστόσο, δεν ήταν από τους ανθρώπους που μπορούσες να τους βάλεις χαλινάρι. Θεωρεί πως με ένα γάμο μπορεί να ξεφύγει από τον ασφυκτικό έλεγχο τους και αν και μόλις 17 ετών παντρεύεται κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της Βαγγέλη Τριμούρα. Ελεγκτής στα λεωφορεία, μέθυσος και με βίαια ξεσπάσματα αυτός, κάνει δύσκολη τη ζωή της Μπέλλου. Μένει έγκυος αλλά σε έναν του καυγά εκείνος τη χτυπά δίχως έλεος και χάνει το παιδί.
Ο γάμος τους κράτησε, ουσιαστικά, λίγους μήνες. Οι καυγάδες σχεδόν καθημερινοί. Στον τελευταίο τους αυτός πάει να τη χτυπήσει ξανά, εκείνη, όμως, αυτή τη φορά είναι προετοιμασμένη. Του πετάει στο πρόσωπο βιτριόλι. Συλλαμβάνεται, καταδικάζεται και μένει για έξι μήνες στις φυλακές Αβέρωφ. Όταν βγήκε επιχείρησε να γυρίσει στο χωριό της αλλά είδε πως εκεί, πλέον, το κλίμα δεν τη σηκώνει. Είναι δακτυλοδεικτούμενη. Τσακώνεται ξανά με τους γονείς της, μαζεύει τη βαλίτσα της και φεύγει για την Αθήνα. «Μια ημέρα θα γυρίσω μεγάλη και τρανή» τους λέει.
Όταν φτάνει στην Αθήνα βρίσκει μια πόλη σε πολεμικό συναγερμό. Είναι η 29η Οκτωβρίου του 1940. Μια ημέρα μετά το περήφανο «Όχι» του ελληνικού λαού απέναντι στη φασιστική Ιταλία. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα. Για να επιβιώσει έκανε ένα σωρό δουλειές: πουλούσε τσιγάρα, κουβαλούσε δέματα, έπλενε πιάτα... Μερικές φορές με την κιθάρα της τραγουδούσε σε μικρά ταβερνάκια, κάνοντας τον κόσμο να ξεχνάει τους καημούς του. Σπίτι δεν είχε και κοιμόταν στα βαγόνια των τρένων. Οργανώνεται στην Αντίσταση μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜικου κινήματος. «Εγκατέλειψα τα πλούτη και ήρθα εδώ και έκανα την υπηρέτρια. Και λαντζιέρισα έγινα και Ριζοσπάστη πουλούσα», είχε πει σε συνέντευξή της.
Το 1943, στην Καισαριανή, έπεσε στα χέρια των Ναζί. Την είχε καρφώσει ένας ντόπιος συνεργάτης τους. Κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια επί τρεις ολόκληρες ημέρες στα κολαστήρια της οδού Μέρλιν. Πήγε ξανά φυλακή. Άντεξε ξανά. Στα Δεκεμβριανά παίρνει μέρος στις αιματηρές μάχες στην Καισαριανή μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ.
Ο Τσιτσάνης και η μεγάλη πορεία στο τραγούδι
Όταν, πλέον, η μάχη της Αθήνας είχε κριθεί και ο εμφύλιος είχε μεταφερθεί οριστικά στα βουνά, η Μπέλλου πιάνει δουλειά ως τραγουδίστρια στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια. Εκεί, ένα βράδυ, την ακούει ο αξεπέραστος Βασίλης Τσιτσάνης. Ο «δάσκαλος» καταλαβαίνει αμέσως το ακατέργαστο διαμάντι που έχει απέναντί του και χωρίς να χαθεί πολύτιμος χρόνος, βάζει την Μπέλλου να ηχογραφήσει τα πρώτα της τραγούδια. Τον Μάη του 1945 ηχογραφούν «το παιδί που είχες φίλο» και «όταν πίνεις στην ταβέρνα». Το ταξίδι μόλις είχε ξεκινήσει. Η «συννεφιασμένη Κυριακή» και «Τα καβουράκια» την καθιέρωσαν ως μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια. Μια νύχτα, όμως, μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών μπήκαν στο μαγαζί και της ζήτησαν να πει το τραγούδι «Του αητού ο γιος». Εκείνη αρνήθηκε λέγοντας σε έναν από αυτούς «α πάενε ρε» και οι Χίτες την ξυλοκόπησαν, αποκαλώντας τη «Βουλγάρα». Κανείς δε σηκώθηκε να την υπερασπιστεί. Ούτε ο Τσιτσάνης. «Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δε σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί» είχε πει η ίδια για το περιστατικό. Η Μπέλλου στεναχωρήθηκε αλλά πείσμωσε κιόλας. Από τότε και μέχρι το 1955 συνεργάζεται με τον Παπαϊωάννου, τον Μητσάκη, τον Καλδάρα, τον Ξαρχάκο, τον Χιώτη και κάνει τη μια επιτυχία μετά την άλλη.
Παράλληλα με τις επιτυχίες, ωστόσο, άρχισαν σιγά – σιγά να κάνουν την εμφάνισή της και όλοι οι δαίμονες της Μπέλλου. Τζόγος, χασίσια και πολλά άλλα. Μέσα στα νεύρα της μια νύχτα πλάκωσε στο ξύλο και έστειλε στο νοσοκομείο τη Μαρίκα Νίνου με τις φήμες να λένε πως ζήλεψε τη σχέση της με τον Τσιτσάνη.
Μετά από μια μικρή κάμψη στην καριέρα της, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, ξεκινάει ένα νέο κεφάλαιο. Αυτό του έντεχνου. Συνεργάζεται με καλλιτέχνες όπως ο Μούτσης και ο Σαββόπουλος και συστήνεται στη νεολαία της εποχής. Η Μπέλλου ανάμεσα στα έντεχνα λέει και παλιά αγαπημένα ρεμπέτικα και στα λαϊκά κέντρα και της μπουάτ της Πλάκας που εμφανίζεται γίνεται κάθε νύχτα το αδιαχώρητο.
Τον Μάρτιο του 1993, εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Αργότερα, διαγνώστηκε με καρκίνο στον φάρυγγα, μέχρι που έχασε τη φωνή της. Πάμφτωχη, εξαιτίας του τζόγου, πούλησε όλους τους δίσκους της σε μια μέρα για να ξεχρεώσει και να καλύψει τα έξοδα. Πέρασε το τελευταίο διάστημα της ζωής της, απογοητευμένη και πικραμένη. Η σπουδαία ρεμπέτισσα, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.