«Η Σμύρνη μάνα καίγεται καίγεται και το βιός μας, ο πόνος μας δε λέγεται δε γράφεται ο καημός μας». Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι μια πληγή που 100 χρόνια τώρα εξακολουθεί να πονάει το ίδιο. Είναι ίσως επειδη τα γεγονότα είναι πολύ πρόσφατα. Όσοι είναι 40αρηδες σήμερα και οι παππούδες τους είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Σμύρνη είχαν ζωντανές διηγήσεις από την μεγαλύτερη σύγχρονη τραγωδία του Ελληνισμού. Άκουγαν αυτή τη ιστορία στα οικογενειακά τραπέζια. Έβλεπαν τον πόνο στα μάτια των δικών τους ανθρώπων. «Άκουγαν» τη νοσταλγία στα λόγια τους. Αυτό που κάποιοι παρουσίασαν ως την «Μεγάλη Ιδέα» κατέληξε ως η μεγάλη ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους. Η Μικρασιαστική Καταστροφή, που κορυφώθηκε μια ημέρα σαν σήμερα πριν από 100 χρόνια, συνεπάγεται το θάνατο του ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Το χρονικό της τραγωδίας
Την άνοιξη του 1921, η διοίκηση του ελληνικού στρατού, λαμβάνει την πιο καθοριστική και μοιραία, όπως εξελίχθηκε, απόφαση της. Δίνει εντολή να προελάσει προς την Άγκυρα ο καταπονημένος από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ελληνικός στρατός προκειμένου να εξαλείψει την ολοένα αυξανόμενη απειλή των Νεότουρκων του Μουσταφά Κεμάλ.
Τους πρώτους μήνες όλα πήγαιναν καλά. Όσο περνούσε ο καιρός, ωστόσο, φαινόταν πως η Εκστρατεία δεν έφερνε τα αποτελέσματα που όλοι θα ήθελαν. Όσο πιο βαθιά στην Τουρκία έμπαινε ο ελληνικός στρατός τόσο μεγαλύτερα ήταν τα προβλήματα που εμφανίζονταν. Από την άνοιξη του 1922 και μετά τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Μέσα στο καλοκαίρι (παραμονές της Παναγίας), το μέτωπο κατέρρευσε και η ελληνική αμυντική γραμμή υποχώρησε. Στις 26 Αυγούστου ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, «σαλπίζει» την αντεπίθεση του τουρκικού στρατού και με το σύνθημα «στόχος μας η Μεσόγειος» ξεκινάει να χτυπάει με σφοδρότητα τον παραπαίοντα ελληνικό στρατό ο οποίος διαρκώς υποχωρεί. Στις 30 Αυγούστου, τα πάντα τελειώνουν. Οι Τούρκοι κερδίζουν τον ελληνικό στρατό στις μάχες στην κοιλάδα του Αφιόν Καραχισάρ και ξεκινάνε την πορεία τους προς τη Σμύρνη.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Στις 19 Αυγούστου, ο Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης με εμπιστευτική εγκύκλιο διέταξε τους δημόσιους υπαλλήλους «να συσκευάσωσι τα αρχεία των. Πάντες δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουσι να συγκεντρωθώσι και να είναι έτοιμοι προς αναχώρησιν εις πρώτην διαταγήν». Συγχρόνως, ο Βρετανός πρόξενος συντόνισε τις ενέργειες για την άμεση έξοδο των Βρετανών υπηκόων από τη Σμύρνη. Στις 27, 28 και 29 Αυγούστου οι Βρετανοί έφυγαν με πλοία για την Κύπρο. Στις 26 Αυγούστου, η ελληνική κυβέρνηση διέταξε την εκκένωση ολόκληρης της Μικράς Ασίας. Την ίδια μέρα, η Ανώτερη Γενική Στρατιωτική Διοίκηση, το Φρουραρχείο και οι τελευταίοι αξιωματικοί και στρατιώτες του ελληνικού στρατού επιβιβάσθηκαν στα ελληνικά ατμόπλοια «Βυζάντιον» και «Κύκνος» με προορισμό τον Πειραιά. Για τελευταία φορά ακούστηκε ο εθνικός ύμνος και στην προκυμαία το πλήθος ξέσπασε σε λυγμούς. Στις 9 Σεπτεμβρίου, οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες εγκαταλείπουν τη Σμύρνη αφήνοντας τους Έλληνες κατοίκους της πόλης εντελώς ανυπεράσπιστους. Με το που αναχωρούν τα ελληνικά ένοπλα τμήματα, καταφτάνουν τα τουρκικά: ιππικό και πεζικό. Άτακτες ομάδες, οι Τσέτες, αλλά και στρατιώτες, αρχίζουν ένα όργιο σφαγής και βιασμών των Ελλήνων και των Αρμενίων της Σμύρνης, που θα διαρκέσει μια βδομάδα. Οι Τούρκοι πυρπολούν την ελληνική και την αρμένικη συνοικία. Περίπου 300.000 άνθρωποι έχουν κουρνιάσει τροµοκρατηµένοι ο ένας δίπλα στον άλλον στην προκυµαία της Σµύρνης. Το τι ακολούθησε, το περιγράφει καλύτερα απ' όλους η Διδώ Σωτηρίου.
«Ματωμένα Χώματα»
«Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το να με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σα μαύρο ποτάμι.
– Σφαγή! Σφαγή!
– Παναγιά, βοήθα!
– Προφτάστε!
– Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
– Τούρκοι!
– Τσέτες!
– Μας σφάζουνε!
– Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σα να ναι μώλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
– Βουρ κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τους κερατάδες!).
Το βράδι το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρωπινό κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Αγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε.
Απ’ τον Αη Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει. Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θριματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σχολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζονται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει που να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. ’νοιξε τα σκέλια σου! Και τ’ ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις.
Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες κ’ οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά. των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κ’ η κανονιά δε ρίχτηκε κ’ η εντολή δε δόθηκε!
Ο πάτερ Σέργιος ήταν από τους τελευταίους που σκαλώσανε στη μαούνα μας. Δίχως καλυμμαύχι και ράσο, θεόγυμνος με μια κουρελιασμένη ματωμένη φανέλα κ’ ένα μακρύ σώβρακο, με ξέμπλεκα τα λιγοστά μαλλιά του κι ανάκατα τα γένια του, με δυο γουρλωμένα μάτια που τα καιγε πυρετός, έμοιαζε μ’ άγνωστο στη φύση πλάσμα. Από τα λόγια και τα φερσίματά του καταλάβαμε πως ολόκληρη η φαμελιά του πνίγηκε καθώς πάσχιζε να σκαλώσει σ’ ένα αμερικάνικο πολεμικό. Το μυαλό του γέροντα δεν άντεξε, σάλεψε! Εκειδά που καθότανε ήσυχα και καλά, αμίλητος και σοβαρός, εκειδά πηδούσε ολόρθος και χειρονομούσε και φώναζε δυνατά με στόμφο:
– Πέντε τα παιδιά μου! Κ’ η γυναίκα μου έξι! Κ’ η κουνιάδα μου επτά! Επτά οι αστέρες της αποκαλύψεως! Επτά διαόλοι να σας κοπανάνε στην κόλαση, δολοφόνοι! Δολοφόνοι! Δολοφόνοιοιοι».
«Εβγάτε πεθαμμένοι να μπουν οι ζωντανοί...»
ΤΑ «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» σε ένα αφιέρωμα που έκανε στην Καταστροφή μερικά χρόνια μετά έδωσε το λόγο, όχι σε ιστορικούς αλλά σε ανθρώπους που έζησαν τα όσα τραγικά είχαν συμβεί. Στο απόσπασμα του κειμένου που ακολουθεί έχει διατηρηθεί η ορθογραφία της εποχής
«Μυστηριωδώς ενεφανίσθη εις τη Σμύρνη η φωτιά. Από δύο – τρία σημεία. Πού πρώτα; Ποιος ξέρει; Στην Αγία Κατερίνη; Στ’ Αρμένικα; Στα Γυαλάδικα; Στο νοσοκομείο; Ποιος θα μπορούσε να το πη; Αι πληροφορίαι συγκρούονται και το πράγμα είναι ευεξήγητο, διότι οι διάφοροι αυτόπται αποδίδουν την αρχή της φωτιάς εις το σημείον που υπέπεσε πρώτον στην αντίληψι του καθενός. Αλλά τα σημεία εις τα οποία ενεφανίσθη ταυτοχρόνως η φωτιά ήσαν πολλά γιατί και το κακόν ήταν ωργανωμένον. (…) Έτσι η Σμύρνη, η κορώνα της Ιωνίας, η Σμύρνη με τους χαρούμενους χριστιανικούς μαχαλάδες της και τα ντουρσέκια της, με τα χαριτωμένα σπιτάκια της, με τα σαχνισίνια της, με τα μερακλίδικα και στολισμένα με γλάστρες μπαλκόνια της, με της είκοσι μεγάλες εκκλησίες και τα καμπαναριά της, το μουσείο και τη βιβλιοθήκη και τα σχολεία της, με την ευαγγελική της σχολή, πνευματικό φάρο της ελληνικής Μικράς Ασίας και το νοσοκομείο της, η Σμύρνη με τα πλούτη της και τα φώτα της και της ωμορφιές της, η Σμύρνη η ζηλευτή και χαριτωμένη, η γεμάτη μαγεία, η καμαρωτού, η ανοιχτόκαρδη, η φιλόξενη, η εύθυμη, η τιμημένη, η θρήσκα, η Ελληνοπούλα, η Γκιαούρ Ισμίρ, έγινε σε λίγες ώρες μια φοβερή κόλασις φωτιάς και καπνού, για να καταλήξη σε δυό μέρες ένα φρικτό καρβουναριό γεμάτο αποκαΐδια, μια πελώρια έκτασις ερειπίων και φοβεράς άσβολης από την οποίαν ανεδίδετο επί ημέρας η φρικιαστική τσίκνα καμένων σαρκών, ζώων και άνθρωπων που απετεφρώθησαν μέσα στα σπίτια φρικτά ολοκαυτώματα.
Όσω για της σκηνές της φρίκης και της κολάσεως που εξετυλίχθησαν τότε, ποιος θα είχε το κουράγιο να της περιγράψη; Ποιος θα μπορούσε να δώση μίαν έστω και μόνον σχετικώτατα αξία της φρίκης, της πραγματικότητος εντύπωσι από της τραγωδίες που εξετυλίχθησαν εκείνη την Τετάρτη ιδίως, εις τους δρόμους και της συνοικίες της Σμύρνης;
Πώς θα ήτο δυνατόν να περιγραφή η σκηνή του καταποντισμού της γκαζελίνης, της μεγάλης βενζινακάτου η οποία αναποδογύρισε υπό το βάρος του αμέτρου κόσμου των γυναικοπαίδων τα οποία διωκόμενα από τη φωτιά και το βόλι ή το φάσγανον των εμπρηστών και των σφαγέων εζητούσαν τη σωτηρία όπου μπορούσαν;
Ποιος θα πη για της Ελληνοπούλες που ητιμάσθησαν εμπρός εις τα μάτια ανίσχυρων αδελφών ή πατέρων, για τις μάνες από της ανοιχθείσες με σκληρότατον αστσάλι κοιλιές των οποίων απεσπάσθησαν οι άωροι καρποί;
Ποιος για τα παλληκάρια που εσφάγησαν σαν αρνιά; Ποιος για τους ιερείς που εκρεμάσθησαν; (…) Για τους γέρους που αφέθηκαν να καούν σαν ποντίκια μέσα εις τα πυρπολούμενα σπίτια, ποιος για την αγωνία των ανθρώπων που ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις τους τάφους του νεκροταφείου, διαμφισβητούντες μια γωνιά από τους σκελετούς και τα λείψανα, διότι είχε πραγματοποιηθή η φρίκη που ο λαός εικονίζει με την σπαρακτικήν επίκλησιν ''εβγάτε πεθαμμένοι να μπουν οι ζωντανοί''»;
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.