Μενού
  • Α-
  • Α+

Αν κάποιος κάτσει να διαβάσει την ιστορία του Γιάννη Ρίτσου, εύκολα θα παρατηρήσει πως η πορεία ζωής του, ταυτίζεται με ιστορικές στιγμές για τον τόπο. Ταυτίζεται με χρόνια σκοτεινά και δύσκολα αλλά και χρόνια ψυχικής και ηθικής ανάτασης. Κοινωνικοί αγώνες, πόλεμος, αντίσταση, κατοχή, δικτατορία, μεταπολίτευση. Η ζωή του Ρίτσου είναι ένα σύντομο μάθημα ιστορίας. Ίσως γι αυτό ταυτίστηκε τόσο πολύ με τη Ρωμιοσύνη η οποία μια ημέρα σαν σήμερα θρήνησε το θάνατο του σπουδαίου ποιητή.

«Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του»

Ο Ρίτσος γεννήθηκε την πρωτομαγιά του 1909. Πιθανότατα δεν υπήρχε πιο ταιριαστή μέρα να γεννηθεί ένας άνθρωπος σαν τον Ρίτσο. Αν και η ζωή του ξεκίνησε μέσα στις καλύτερες συνθήκες αφού οικονομικό πρόβλημα δεν αντιμετώπισε ποτέ η οικογένεια του, η πτώχευση του πατέρα (όταν ο Ρίτσος ήταν ακόμα στο Γυμνάσιο) ανάγκασε τον νεαρό τότε Γιάννη να εργαστεί για τα προς το ζην. Τον Ιανουάριο του 1927 πέρασε μια περιπέτεια υγείας η οποία, ωστόσο, του άλλαξε τη ζωή. Νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και τον επόμενο μήνα στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη «Σωτηρία» ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του. Οι γνωριμίες αυτές αλλάζουν τη ζωή του και τον καθορίζουν.

Ο Ρίτσος αρχίζει να γράφει ποιήματα και να εδραιώνεται στους συγκεκριμένους κύκλους. Αρθρογραφεί στον Ριζοσπάστη και γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Στις 9 Μάη του 1936 γίνεται η μεγάλη καπνεργατική απεργία στη Θεσσαλονίκη. Την επόμενη ημέρα ο Ρίτσος βλέπει τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί πάνω από το νεκρό παιδί της, που διαδήλωνε. Συγκλονισμένος γράφει τον «Επιτάφιο». Ο Ρίτσος γνωρίζει καθολική αναγνώριση αλλά μπαίνει και στο «μάτι» των Αρχών.

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη». Στον εμφύλιο εξορίστηκε στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, στον Άη Στράτη. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη.

Στη δικτατορία συνελήφθη τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος και κρατήθηκε στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στη συνέχεια εξορίζεται στη Γυάρο και στη Λέρο. Όταν το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους δικτάτορες και εξορίστηκε ξανά στη Σάμο. Επέστρεψε στην Αθήνα και συμμετείχε στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στη μεταπολίτευση συνέχισε να γράφει με όλες του τις δυνάμεις μέχρι και το θάνατό του το 1990. Είναι ενδεικτικό πως ο Ρίτσος άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές!

«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό»

Πίσω στο μακρινό 1959, ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται στο Παρίσι. Κάθεται μέσα στο αυτοκίνητό του και περιμένει τη γυναίκα του που έχει πάει για ψώνια. Εκείνη την ώρα της αναμονής μελοποιεί τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου.Μέσα από διάφορες περιπέτειες το έργο κυκλοφορεί σε δίσκο και έτσι η πρώτη «συνάντηση» του μουσικού με τον σπουδαίο ποιητή «γεννά» ένα έργο που μένει στην ιστορία και θα ταυτιστεί με σημαντικές στιγμές. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ρίτσος επιλέγει κάποια αποσπάσματα από τη «Ρωμιοσύνη» και τα δίνει σε γυναίκες πολιτικών κρατουμένων οι οποίες τα πηγαίνουν στον Θεοδωράκη προκειμένου να τα μελοποιήσει. Εκείνος, δεν τους δίνει ιδιαίτερη σημασία, τα αφήνει σε κάποιο συρτάρι και τα ξεχνάει.

Ανήμερα των Φώτων, την 6η Ιανουαρίου 1966, στον Πειραιά σημειώνονται σοβαρά επεισόδια ανάμεσα σε αστυνομικούς και διαδηλωτές. Ένας από αυτούς που δέχεται τις «περιποιήσεις» των κατασταλτικών οργάνων είναι και ο Μίκης ο οποίος ξυλοκοπήθηκε άγρια από τους αστυνομικούς οι οποίοι τον αναγνώρισαν. «Ένας υπαστυνόμος ούρλιαξε: “Ακούς εκεί να μην πάει κανένας στο βασιλιά και να ‘ρθουν όλοι στον Παπανδρέου και την ΕΔΑ!”. Άρχισε η επίθεση της αστυνομίας. Έπεφταν με λύσσα σ’ όποιον έβρισκαν στο πέρασμά τους. Ρίχτηκαν πάνω στο Μίκη. Τον τραυμάτισαν. Ένας αρχιφύλακας ούρλιαξε με τη σειρά του: Θεοδωράκη, Βούλγαρε», έγραψε ο δημοσιογράφος και στιχουργός Φώντας Λάδης στο βιβλίο του «Μίκης Θεοδωράκης: Το χρονικό μιας επανάστασης 1960-1967» (εκδόσεις Εξάντας).

Όταν ο σπουδαίος μουσικός επέστρεψε στο σπίτι του, χτυπημένος, με τα ρούχα του γεμάτα αίματα και μέσα στις λάσπες, πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο γραφείο του προκειμένου να μη συναντηθεί με τους δικούς του ανθρώπους και τρομάξουν με την εικόνα του. Εκείνη την ώρα, ανακαλύπτει ξανά τα χειρόγραφα που του είχε στείλει μέσω των γυναικών των πολιτικών κρατουμένων, ο Γιάννης Ρίτσος. Τα διαβάζει και όπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, συνταράσσεται! «Έπιασα στα χέρια μου τα χειρόγραφα και όταν διάβασα το στίχο ''αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό'', είπα πως ''έφτασε η ώρα της Ρωμιοσύνης'' και έκατσα στο πιάνο».

Παρασυρμένος από το πάθος και την οργή του ο Μίκης Θεοδωράκης δεν βγαίνει από το γραφείο του και μέσα στις επόμενες ώρες καταφέρνει αυτό που για κάποιον άλλο θα έμοιαζε αδιανόητο. Μελοποιεί εννέα τραγούδια από τη «Ρωμιοσύνη» τα οποία λίγο καιρό αργότερα τα παραδίδει στο κοινό τραγουδισμένα με συγκλονιστικό τρόπο από τον αξέχαστο «sir» του Ελληνικού τραγουδιού, Γρηγόρη Μπιθικώτση, με τον οποίο είχαν γνωριστεί στην εξορία. Η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε στο θέατρο «Κεντρικόν» λίγο πριν το Πάσχα του 1966! Κατά την περίοδο της δικτατορίας τα «όταν σφίγγουν το χέρι» και «θα σημάνουν οι καμπάνες» μετατράπηκαν σε ύμνους, ιδιαίτερα για τους εξεγερμένους φοιτητές του Πολυτεχνείου.  

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA