«Ραψωδός της αντίστασης» και «υμνητής της ελευθερίας». Έζησε τη ζωή του στα «κόκκινα». Έμπλεξε με τα ναρκωτικά και όταν κατάλαβε πως αυτή η ζωή δεν κάνει για εκείνον αποτοξινώθηκε μόνος του και από τότε δεν ήπιε ξανά ούτε… πορτοκαλάδα με ανθρακικό. Ο Μπαγιαντέρας τυφλώθηκε πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε, αλλά ούτε καν αυτό το τραγικό γεγονός δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει από το να γράψει τη δική του ιστορία στην ελληνική λαϊκή μουσική. Πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα αλλά τα τραγούδια του παραμένουν ακόμα και σήμερα «ζωντανά».
Ποιος ήταν ο Μπαγιαντέρας
Ο υπαξιωματικός του βασιλικού ναυτικού, Γιάννης Γκόγκος έκανε μαζί με τη σύζυγό του 22 παιδιά! Το «στερνοπούλι» του, γεννήθηκε το 1903 στο Χατζηκυριάκειο. Μια από τις πιο «ζόρικες» γειτονιές του Πειραιά. Ζόρικος ήταν και ο Δημήτρης, το τελευταίο παιδί της οικογένειας. Πήγε στο σχολείο, το τελείωσε και μετά σπούδασε ηλεκτρολόγος. Αλλά δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Εκείνος αγαπούσε τη μουσική. Την λάτρευε. Πριν καν κλείσει τα 17 του χρόνια, ήξερε να παίζει μαντολίνο και κιθάρα. Είναι η εποχή που άρχιζε να μαθαίνει μπουζούκι και αργότερα θα μάθει και μπαγλαμά.
Το μπουζούκι ήταν ο μεγάλος του έρωτας. «Γνωρίστηκαν» όταν ο Δημήτρης Γκόγκος ήταν στη φυλακή επειδή όντας φαντάρος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών επειδή προμήθευε με εκρηκτικά φίλους του ψαράδες! Όταν βγήκε από τη φυλακή, άρχισε να χτίζει το όνομά του. Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Έτσι απέκτησε και το παρατσούκλι του.
Τη δεκαετία του 1930 είναι πλέον ένα αναγνωρίσιμο όνομα στα ρεμπέτικα στέκια του Πειραιά. Σε όποιο στέκι και να έπαιζε οι πειραιώτες έκαναν ουρές για να τον ακούσουν. Είναι η περίοδος που συναντά, γνωρίζει και συνεργάζεται με ιερά τέρατα του ρεμπέτικου όπως ο Βαμβακάρης, ο Παγιουμτζής και ο Μπάτης. Το 1937 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην Columbia με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού» αφιερωμένο στη σύντροφο της ζωής του, καπνεργάτρια και στιχουργό Δέσποινα Αραμπατζόγλου.
Πάνω στο απόγειο της καριέρας του ο Δημήτρης Γκόγκος βρίσκεται να «παλεύει» με τον Μπαγιαντέρα. Από τη μια ένας ευαίσθητα κοινωνικά άνθρωπος, έντονα πολιτικοποιημένος. Από την άλλη άνθρωπος της νύχτας. Με κακές παρέες. Ο Μπαγιαντέρας εθίζεται σε σκληρές ουσίες αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται πως αυτά τα οποία πιστεύει και πρεσβεύει έρχονται σε αντίθεση με την τοξικομανία. Μόνος του αποφασίζει να κλειστεί σε ένα δωμάτιο και ν’ αποτοξινωθεί. Χρόνια αργότερα ο Τάσος Σχορέλης στη «Ρεμπέτικη ανθολογία» του θα γράψει γλαφυρά πως «τα έκοψε όλα μαχαίρι. Μέχρι το τέλος της ζωής του δεν κάπνισε ούτε ένα τσιγάρο, δεν ήπιε ούτε πορτοκαλάδα με ανθρακικό»!
Όταν καθαρισε από τα ναρκωτικά γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Στο ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται στα βουνά της Πίνδου. Πολεμάει και γράφει τραγούδια που υμνούν τον ηρωισμό των ελλήνων φαντάρων, την ελευθερία και την αντίσταση. «Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια, με τα τσακάλια τριγυρνώ μέρες, αυγές και βράδυα. Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά, γι’ αυτό θα μπω στο χώμα», τραγουδά στο «σου στέλνω χαιρετίσματα».
Τυφλώθηκε στο πάλκο ενώ έπαιζε μπουζούκι
Όταν οι Ναζί κατέλαβαν την Ελλάδα, ο Μπαγιαντέρας επέστρεψε στην Αθήνα και μέσω της μουσικής προσπάθησε να βγάλει τα προς το ζην. Τον Ιούνιο του 1941, παίζει μουσική στο Μαρούσι, στο μαγαζί «Πειραιεύς», μαζί με τον Γιάννη Σταμούλη (γνωστό ως Μπιρ-Αλλάχ). Από την αβιταμίνωση του έχει παρουσιαστεί γλαύκωμα. Δεν σταματάει να εργάζεται, ωστόσο, γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι. «Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από ‘κει και έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς» είχε πει ο ίδιος ο ρεμπέτης περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο έχασε την όρασή του.
Όταν ήρθε η απελευθέρωση ο Μπαγιαντέρας έζησε μια μεγάλη περίοδο μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση. Για λίγο καιρό θα δουλέψει στα λαϊκά κέντρα και μετά θα βγει στη «σφουγγάρα», δηλαδή θα γυρίζει από στέκι σε στέκι (με τη βοήθεια της κόρης του) βγάζοντας «δίσκο»!
Για περίπου 20 χρόνια ο Δημήτρης Γκόγκος ήρθε αντιμέτωπος με την ανέχεια αλλά και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η προσπάθεια αναβίωσης του ρεμπέτικου, που έγινε επί χούντας, ανακούφισε κάπως τη φτώχεια του. Είναι απ’ τους πρώτους που συμμετείχαν σε συναυλίες στις μπουάτ της Πλάκας, όπου εκτός απ’ τα παλιά θ’ ακουστούν πολλά απ’ τα ανέκδοτα τραγούδια του. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ξαναζωντάνεμα του κλασικού ρεμπέτικου, που ξεκίνησε εκείνα τα χρόνια και συνεχίστηκε απ’ τον Μαρίνο Γαβριήλ (Μαρινάκη), τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον Σπύρο Καλφόπουλο, τον Μπιρ Αλλάχ κ.ά. Αυτή, όμως, ήταν μια μικρή αναλαμπή. Μετά ο Μπαγιαντέρας βυθίστηκε και πάλι στη φτώχεια. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάστηκε ακόμη και να ζητιανέψει για να επιβιώσει. Στις 18 Νοεμβρίου 1985 άφησε την τελευταία του αναπνοή σε ένα δωμάτιο του «Ευαγγελισμού» μετά από ουρολοίμωξη και λοίμωξη του αναπνευστικού.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.