Η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) απάντησε «όχι»στις αιτήσεις αναίρεσης πρώην βουλευτών που ζητούσαν από το Δημόσιο να τους καταβάλει νομιμοτόκως ως αποζημίωση για την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, μη καταβολή σε αυτούς, κατά το διάστημα το οποίο ήταν εν ενεργεία βουλευτές, της μηνιαίας αποζημίωσης, που κατά το αντίστοιχο διάστημα ελάμβανε ο Πρόεδρος του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ανωτέρω αιτία.
Στο Ανώτατο Δικαστήριο είχαν προσφύγει οι πρώην βουλευτές (μερικοί έξ αυτών έχουν αποβιώσει) Δημήτρης Τσαντούλας (ΝΔ Πρέβεζας), Πέτρος Καστιλίερης (ΠΑΣΟΚ Μεσσηνίας), Ηλίας Παπαηλίας (ΠΑΣΟΚ Αττικής), Κωνσταντίνος Καραμπίνας (ΝΔ Άρτας), Αντώνης Καρπούζος (ΚΙΝΑΛ Δυτικής Αττικής), Παναγιώτης Αδρακτάς (ΝΔ Ηλείας), Πέτρος Τατούλης (ΝΔ Αρκαδίας) και η χήρα του Θεόδωρου Κατσίκη βουλευτή Καρδίτσας της ΝΔ και της ΔΗΑΝΑ.
Ωστόσο, η Ολομέλεια με σειρά αποφάσεων της έκρινε πως «η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, όπως καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο, το οποίο θεσπίζεται με τυπικό νόμο. (…)Συνεπώς, ως συνολικές μηνιαίες αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, μαζί με τα πάσης φύσεως επιδόματα και προσαυξήσεις, νοούνται αυτές που προσδιορίζονται βάσει του εκάστοτε ισχύοντος για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικού μισθολογίου και οι οποίες καταβάλλονται σ’ αυτόν σταθερά κατά μήνα για την άσκηση των κύριων δικαστικών καθηκόντων του και την παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών του».
Σύμφωνα με το σκεπτικό των δικαστών, στις αποδοχές αυτές «δεν περιλαμβάνεται η αποζημίωση που παρέχεται στον Πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου, λόγω της συμμετοχής του στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο, άλλωστε, δεν είχε ιδρυθεί κατά τον χρόνο που θεσπίσθηκε η ρύθμιση περί εξομοιώσεως της βουλευτικής αποζημιώσεως με τις αποδοχές του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού (22.12.1964), με συνέπεια η λαμβανόμενη από τους Προέδρους ανωτάτων δικαστηρίων για την συμμετοχή στο εν λόγω Δικαστήριο αποζημίωση να μην είναι μεταξύ των στοιχείων που εκτίμησε η Βουλή κατά την λήψη της ως άνω αποφάσεώς της».
Ανάμεσα στους προσφεύγοντας υπήρξε πρώην βουλευτής, η αξίωση του οποίου ανερχόταν στο ποσό των 82.691 ευρώ και παράλληλα διεκδικούσε και το ποσό των 7.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράλειψη του Δημοσίου να αναπροσαρμόσει τη βουλευτική του αποζημίωση για το επίμαχο διάστημα των 20 μηνών.
Αρχικά το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την αγωγή του πρώην βουλευτή για τους επίμαχους 20 μήνες και του επιδίκασε το ποσό των 74.910 ευρώ ως διαφορά από τη βουλευτική αποζημίωση και παράλληλα του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 200 ευρώ. Το Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Οι εφέτες έκριναν ότι η αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που έγινε με το άρθρο 57 του νόμου 3691/2008 «είχε ως συνέπεια την αύξηση του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης» και έπρεπε η βουλευτική αποζημίωση να υπολογίζεται στο σύνολο των αποδοχών του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού, στις οποίες περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις που λαμβάνει αυτός, σύμφωνα με το Σύνταγμα και το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών».
Στη συνέχεια το Δημόσιο προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση του 2020. Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκαναν δεκτή την έφεση του Δημοσίου και εξαφάνισαν την πρωτόδικη απόφαση που αναγνώρισε στον βουλευτή ότι το Δημόσιο πρέπει να του καταβάλει το ποσό των 75.110 ευρω.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.