Μενού
  • Α-
  • Α+

Ακόμα και στις ημέρες μας υπάρχει ένας τεράστιος μύθος. Σύμφωνα με αυτόν οι εργασιακές συνθήκες στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1910 ήταν κάτι σχεδόν... ιδανικές και πως για τους εργάτες από όλο τον κόσμο οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν κάτι σαν τη «Γη της Επαγγελίας». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Ήταν μια κόλαση όπου οι εργάτες δούλευαν περισσότερες από τις μισές ώρες τις ημέρας, σε άθλιες συνθήκες και για ένα κομμάτι ψωμί. Κάποιοι από τους μετανάστες δεν άντεξαν και επέστρεψαν στις πατρίδες τους, κάποιοι επέμεναν στωικά όλα τα βάσανα και κάποιοι άλλοι αποφάσισαν να αντιδράσουν και να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους. Και κάπως έτσι ξεκινάει η ιστορία των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι η οποία τελείωσε μια ημέρα σαν σήμερα.

Μια συνάντηση, ένα κίνημα και μια αιματηρή ληστεία

Ο - γεννημένος στην επαρχία Foggia της Ιταλίας- Σάκο μετανάστευσε στις ΗΠΑ σε ηλικία 17 ετών και εργαζόταν ως τσαγκάρης. Ο Βαντσέτι, πλανόδιος ιχθυοπώλης είχε γεννηθεί στη Β. Ιταλία και μετανάστευσε στις ΗΠΑ σε ηλικία 20 ετών. Αμφότεροι έφτασαν στις ΗΠΑ την ίδια χρονιά αλλά πέρασαν 9 χρόνια μέχρι να συναντηθούν, μέσα στις τάξεις του αναρχικού κινήματος. Ο απόηχος της Οκτωβριανής Επανάστασης ασκούσε μεγάλη γοητεία σε πολλούς. Όχι, όμως και στη καθεστηκυία τάξη των ΗΠΑ που έβλεπε σε όλο αυτό έναν μεγάλο κίνδυνο ο οποίος έπρεπε να συντριβεί δίχως κανένα έλεος.

Οι απεργίες εκείνη την εποχή στις ΗΠΑ όταν δεν κρίνονταν παράνομες, χτυπιόνταν με ιδιαίτερη σκληρότητα από τις δυνάμεις καταστολής. Για τον λόγο αυτό όσοι έμπαιναν μπροστά το έκαναν με προσοχή και με σχεδόν... συνωμοτικό τρόπο. Τον Απρίλιο του 1920, οι Σάκο και Βαντσέτι μαζί με άλλους συντρόφους τους προετοίμαζαν μια ακόμα μεγάλη απεργία.

Στις 15 Απριλίου οι δύο ταμίες ενός εργοστασίου υποδημάτων, έχοντας μαζί τους  δύο μικρά χρηματοκιβώτια με κάτι παραπάνω από 15.000 δολάρια βρισκόντουσαν σε έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της Μασαχουσέτης. Ξαφνικά εμφανίζονται μπροστά τους ένοπλοι ληστές, οι οποίοι δίχως δισταγμό τους πυροβολούν, παίρνουν τα χρηματοκιβώτια και διαφεύγουν με όχημα που τους περίμενε λίγο πιο μακριά.

Λίγες ημέρες αργότερα, η αστυνομία συλλαμβάνει τους Σάκο και Βανσέτι (και ένα ακόμα άτομο). Στην κατοχή τους βρέθηκαν δύο περίστροφα. Ο Σάκο, μάλιστα, κουβαλούσε μαζί του και σφαίρες. Η οπλοκατοχή ήταν και τότε κάτι συνηθισμένο στις ΗΠΑ και για τον λόγο αυτό δεν τους απαγγέλλονται κατηγορίες για οπλοκατοχή. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι πως οι Σάκο και Βανσέτι θεωρώντας πως τους έχουν συλλάβει για την απεργία, προσπαθούν να κρύψουν τις κινήσεις τους και πέφτουν σε αντιφάσεις. Αυτή ήταν μια «χρυσή ευκαιρία» που η Πολιτεία δεν άφησε να περάσει ανεκμετάλλευτη. Οι δυο αναρχικοί κατηγορούνται για την αιματηρή ληστεία και στέλνονται σε δίκη.

«Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει. Η αγωνία είναι ο θρίαμβός μας»

Ο στόχος ήταν ένας και μοναδικός. Να σταλούν οι Σάκο και Βανσέτι στην ηλεκτρική καρέκλα προκειμένου όλοι οι υπόλοιποι «ταραξίες» να λάβουν το μήνυμα. Οι δυο έπρεπε να πεθάνουν και για τον λόγο αυτό τίποτα δεν έμεινε στην τύχη. Δικαστής ορίστηκε ο Ουέμπστερ Θάγιερ, ακραία συντηρητικός. Της ίδιας λογικής ήταν και ο εισαγγελέας της έδρας. Μεταφραστής για να «βοηθάει» τους Σάκο και Βαντσέτι ήταν ο κουμπάρος του εισαγγελέα. Πρόεδρος των ενόρκων, επιλέχθηκε… τυχαία ο αρχηγός της αστυνομίας στο Κουίνσι. Γνωστός εχθρός των Ιταλών, που τους ανέφερε πάντοτε με το υβριστικό προσωνύμιο «Ντάγκο».

Χωρίς να γίνει κάποιου είδους εξέταση (βαλλιστική δεν υπήρχε τότε) κρίθηκε πως οι σφαίρες είχαν φύγει από το περίστροφο του Σάκο. Κανείς από τους μάρτυρες δεν αναγνώρισε ανεπιφύλακτα τους Σάκο και Βαντσέτι. Αντίθετα, με ότι συνήθως συνέβαινε δεν τους επιδείχθηκε μια σειρά ατόμων για να επιλέξουν τους δράστες, αλλά μόνο οι δυο αναρχικοί. Το φθινόπωρο του 1925,  ο Σελεστίνο Μαντέιρος, ένας νεαρός Πορτογάλος που ήταν στην ίδια φυλακή με τον Σάκο (καταδικασμένος σε θάνατο για ληστεία τράπεζας και φόνο), κατέθεσε πως συμμετείχε στη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι κι ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτήν. Το δικαστήριο αρνήθηκε να λάβει υπόψιν του την κατάθεση αυτή!

Επειδή όλοι κατάλαβαν γρήγορα ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο όχι απλά πριν τελειώσει η δίκη αλλά πριν καν... αρχίσει, ξέσπασε ένα πρωτοφανές παγκόσμιο κίνημα αλληλεγγύης. Εκατοντάδες χιλιάδες άτομα σε Ευρώπη και Αμερική βγήκαν στο δρόμο με στόχο να εμποδίσουν την εκτέλεση των δυο εργατών. Τίποτα δεν άλλαξε.  ο δικαστής Ουέμπστερ Θάγερ, στο «αιτιολογικό» της απόφασής του σημείωσε: «Ακόμα κι αν δεν έχουν διαπράξει το έγκλημα που τους καταλογίζεται, είναι, πάντως, ηθικά ένοχοι, γιατί είναι εχθροί των σημερινών θεσμών». Η ετυμηγορία ήταν «θανατική ποινή» Έτσι, στις 00:11 της 23ης Αυγούστου του 1927, ο Σάκο κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα λεπτά αργότερα, τον ακολούθησε και ο Βαντσέτι.

Σύμφωνα με μαρτυρίες τα τελευταία λόγια του Βαντσέτι στην ηλεκτρική καρέκλα ήταν: «είμαι ένας αθώος άνθρωπος. Ποτέ δε διέπραξα έγκλημα», ενώ του Σάκο ήταν «Αντίο γυναίκα μου, αντίο παιδιά μου. Ζήτω η Αναρχία»!

Τον Ιούλη του 1977, η Πολιτεία της Μασαχουσέτης, αναψηλαφώντας  την υπόθεση των δύο εργατών αποφασίζει πως «οι Σάκο και Βαντσέτι καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν αδίκως». Ο τότε κυβερνήτης της Πολιτείας, ο ελληνικής καταγωγής Μιχαήλ Δουκάκης, σε δημόσια δήλωσή του αναγνώρισε την αθωότητα των εκτελεσθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, τη ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους, ως  «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA