Η 17η Μαρτίου είναι γνωστή ως η «Ημέρα του Αγίου Πατρικίου» (St. Patrick’s Day) και εορτάζεται σε όλα τα σημεία του πλανήτη όπου υπάρχει ιρλανδική διασπορά.
Έτσι και στις 18 Μαρτίου του 1990, ενώ οι πολίτες της Βοστόνης είχαν κοιμηθεί μέσα στη χαρά από τους εορτασμούς του Αγίου Πατρικίου, την επόμενη μέρα ξύπνησαν με την είδηση για τη μεγαλύτερη κλοπή έργων τέχνης στην ιστορία, τη ληστεία στο μουσείο «Isabella Stewart Gardner», η οποία εξακολουθεί να παραμένει ένα άλυτο μυστήριο ακόμα και σήμερα, περισσότερα από 30 χρόνια μετά και οι διάσημοι πίνακες που εκλάπησαν εξακολουθούν να παραμένουν εξαφανισμένοι.
Παρόλη την αμοιβή που δόθηκε και κατά τη διάρκεια των ετών έφτασε μέχρι τα 10 εκατομμύρια δολάρια, κανένα έργο τέχνης δεν βρέθηκε και καμία σύλληψη δεν πραγματοποιήθηκε. Ο διασημότερος πίνακας που εκλάπη είναι «Ο Χριστός στη θύελλα της θάλασσας της Γαλιλαίας» του Ρέμπραντ, ενώ ο ακριβότερος το «Κονσέρτο» του Φερμέερ, που εκτιμάται ότι κοστίζει περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια.
Αρχικά η αξία των πινάκων που εκλάπησαν ανερχόταν σε 200 εκατομμύρια δολάρια, ωστόσο στα τέλη του 2000, αρκετοί εκτιμητές έργων τέχνης θεώρησαν ότι η αξία των έργων τέχνης ήταν πολύ μεγαλύτερη και κυμαινόταν μεταξύ 500 έως 600 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η ληστεία διήρκησε 81 λεπτά!
Τα ξημερώματα της 18ης Μαρτίου 1990, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το μουσείο «Isabella Stewart Gardner». Δύο άνδρες που παρίσταναν τους αστυνομικούς χτύπησαν το κουδούνι και ισχυρίστηκαν ότι είχαν δεχθεί παράπονα για φασαρία.
Ο φύλακας παραβιάζοντας το πρωτόκολλο που ισχύει σε αυτές τις περιπτώσεις τους άφησε να περάσουν από την είσοδο του προσωπικού.
Μάλιστα οι ληστές τον ρώτησαν αν υπάρχει άλλο άτομο στο κτήριο και όταν τους απάντησε καταφατικά του ζήτησαν να φωνάξει και τον δεύτερο φύλακα.Τόσο ο ίδιος όσο και ο δεύτερος φύλακας βρέθηκαν φορώντας χειροπέδες και με δεμένα τα μάτια στο υπόγειο του μουσείου. Τότε οι δύο άνδρες είπαν στους φύλακες την περίφημη φράση «κύριοι αυτό είναι ληστεία».
Οι κλέφτες εγκατέλειψαν το κτήριο 81 λεπτά αργότερα με 13 έργα τέχνης η αξία των οποίων ξεπερνά τα 500 εκατομμύρια δολάρια.
Πριν φύγουν οι ληστές τσέκαραν εκ νέου τους φύλακες και στη συνέχεια εισήλθαν στο δωμάτιο ελέγχου απ’ όπου έκλεψαν και τις κασέτες από τις κάμερες ασφαλείας, οι οποίες τους είχαν καταγράψει.
Ο Ρέμπραντ, ο Φερμέερ και οι άλλοι
Το μουσείο ήταν εξοπλισμένο με ανιχνευτές κίνησης και έτσι διαπιστώθηκαν οι κινήσεις των δραστών. Οι περισσότεροι πίνακες εκλάπησαν από την αίθουσα που εκθέτονταν τα έργα τέχνης Ολλανδών ζωγράφων (The Dutch Room).
Συνολικά εκλάπησαν τρεις πίνακες του Ρέμπραντ, με πιο διάσημο τον πίνακα, «Ο Χριστός στη θύελλα της θάλασσας της Γαλιλαίας», που αποτελεί τον μοναδικό του πίνακα με θέμα το νερό, το «Κύριος και κυρία στα μαύρα» καθώς και μία αυτοπροσωπογραφία του ζωγράφου. Επίσης αφαίρεσαν τον πίνακα «Τοπίο με έναν οβελίσκο» του Χόφερτ Φλινκ, αλλά και το «Κονσέρτο» του Φερμεέρ, ο οποίος αποτελεί έναν από τους 30 πίνακες του ζωγράφου και ένα κινέζικο χάλκινο Γκου.
Στη συνέχεια οι ληστές κατευθύνθηκαν στη μικρή γκαλερί (Short gallery), η οποία βρίσκεται στον ίδιο όροφο με την αίθουσα των Ολλανδών ζωγράφων, απ’ όπου αφαίρεσαν πέντε πίνακες του Γάλλου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Ντεγκά και έναν χάλκινο Ναπολεόντειο αετό που βρισκόταν στο επάνω μέρος μίας σημαίας την οποία δεν κατάφεραν ν’ αποσπάσουν. Στη συνέχεια πήγαν στο Μπλε δωμάτιο (Blue Room) απ’ όπου πήραν τον πίνακα «Chez Tortoni» του Μανέ.
Κανείς δεν ξέρει όμως γιατί οι κλέφτες δεν ενδιαφέρθηκαν για τον πιο διάσημο πίνακα του μουσείου, που ήταν «Η αρπαγή της Ευρώπης» του Τιτσιάνο, ο οποίος βρισκόταν στον τρίτο όροφο.
Οι ληστές αποχώρησαν στις 2:45 τα ξημερώματα από το μουσείο αφού προηγουμένως είχαν πραγματοποιήσει δύο διαδρομές προς το όχημά τους για να μεταφέρουν τα κλοπιμαία.
Οι φύλακες παρέμειναν δεμένοι μέχρι την αλλαγή της βάρδιας, όταν και στις 8:15 το πρωί τους εντόπισε η αστυνομία.
Η αστυνομία παρότι ξεκίνησε έρευνα δεν κατάφερε να εντοπίσει κάποιο στοιχείο που να την οδηγήσει στους ληστές και τελικά κανείς δεν έχει συλληφθεί μέχρι σήμερα.
Χωρίς κάποιο στοιχείο μέχρι το 1997, τα χρήματα που δίνονταν για πληροφορίες σχετικά με την τύχη των έργων τέχνης, αυξήθηκαν από ένα σε πέντε εκατομμύρια, τα οποία διπλασιάστηκαν το 2017.
Το 2013, δηλαδή 23 χρόνια μετά τη ληστεία, το FBI ανακοίνωσε ότι αναγνώρισε τους δύο ληστές με «υψηλό βαθμό εμπιστευτικότητας», χωρίς να τους κατονομάσει, αλλά ανέφερε ότι και οι δύο ήταν νεκροί.
Το μουσείο εξακολουθεί ν’ αναζητά τους πίνακες
Το μουσείο εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να προσφέρει αμοιβή 10 εκατομμυρίων δολαρίων για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στην ασφαλή επιστροφή των κλεμμένων έργων τέχνης , ενώ προσφέρεται μία έξτρα αμοιβή 100.000 δολαρίων για την επιστροφή του Ναπολεόντειου αετού.
Σήμερα στη θέση των πινάκων που εκλάπησαν παραμένουν οι άδειες κορνίζες, με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα επιστρέψουν στη θέση τους.
Ντοκιμαντέρ στο Netflix
Σχεδόν 30 χρόνια μετά η ληστεία επανέρχεται στο προσκήνιο ως σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix με τίτλο: «Η Μεγαλύτερη Ληστεία Έργων Τέχνης στον Κόσμο» (This Is a Robbery: The World’s Biggest Art Heist). Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει τέσσερα επεισόδια και το σκηνοθέτησε ο Κόλιν Μπάρνικλ σε συνεργασία με τον αδελφό του Νικ, ο οποίος βοήθησε στην εκτέλεση της παραγωγής. Τα δύο αδέλφια μεγάλωσαν στη Βοστόνη και είναι παιδιά του πρώην αρθρογράφου της Boston Globe, Μάικ Μπάρνικλ και από μικρή ηλικία άκουγαν ιστορίες και θρύλους γύρω από τη ληστεία.
Το ντοκιμαντέρ, το οποίο χρειάστηκε περισσότερα από πέντε χρόνια για ν’ ολοκληρωθεί περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ανέκδοτες φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος, συνεντεύξεις από δημοσιογράφους και εκπροσώπους του νόμου, αλλά και διάφορες θεωρίες για το ποιος βρίσκεται πίσω από τη ληστεία.
«Ούτε το FBI δεν είχε μία. Την αποκτήσαμε μέσω ενός μέλους μίας οικογένειας που ήταν πολύ χαρούμενο που βοήθησε, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε ακούσει ποτέ ότι ένα από τα αγαπημένα του πρόσωπα συνδεόταν με τη ληστεία στο Gardner museum», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μπάρνικλ, για μία από τις φωτογραφίες.
Σύμφωνα με τον Μπάρνικλ χρειάστηκαν ατελείωτες ώρες μελέτης σε έγγραφα της αστυνομίας, του FBI, αλλά και στις θεωρίες που έχουν δημιουργηθεί γύρω από τη ληστεία για να δημιουργηθεί το ντοκιμαντέρ ήταν «κάτι σχεδόν σαν αρχαιολογία, να προσπαθείς να βρεις τις απαρχές από κάτι».
Για τον Κόλιν Μπάρνικλ, η ληστεία «ήταν ένα έγκλημα που μπορούσε να λυθεί».
Το ντοκιμαντέρ δεν εστιάζει με τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας που είχε το μουσείο και ξεκινάει την πλοκή του από την αρχή της ληστείας με τις μαρτυρίες δύο αυτόπτων μαρτύρων.
Πολλές ιστορίες για την ταυτότητα των ληστών
Όλα αυτά τα χρόνια πολλά έχουν ακουστεί σχετικά με την ταυτότητα των ληστών, από το ότι ήταν μέλη ομάδων οργανωμένου εγκλήματος, μέχρι τη σύνδεση της κλοπής των έργων τέχνης με τον IRA και ότι αυτά βρίσκονται στην Ιρλανδία ή ότι πίσω από την κλοπή βρίσκεται ο φημισμένος ληστής έργων τέχνης Μάιλς Κόνορ.
Ο Μπάρνικλ θεωρεί το σενάριο που περιλαμβάνει τον IRA ως εκτός πραγματικότητας.
«Δεν ήθελαν τα έργα τέχνης. Προσπαθούσαν να πετύχουν μία ειρηνική συμφωνία. Οι ΗΠΑ γνώριζαν γι’ αυτές τις συνομιλίες, οπότε θα ήταν μία πραγματικά κακή κίνηση».
Όσον αφορά το σενάριο που θέλει τον Μάιλς Κόνορ να βρίσκεται πίσω από τη ληστεία, καθώς είχε πραγματοποιήσει μία ληστεία στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης το 1975, ο Μπάρνικλ, θεωρεί ότι είναι φήμες καθώς βρισκόταν στη φυλακή εκείνο το διάστημα.
Μάλιστα ο Κόνορ μιλάει στο ντοκιμαντέρ και εξηγεί πώς διακινούνταν αυτά τα έργα στη μαύρη αγορά.
Το ντοκιμαντέρ όπως και το βιβλίο του 2015 «Master Thieves: The Boston Gangsters Who Pulled Off the World’s Greatest Art Heist», του δημοσιογράφου της Boston Globe, Στίφεν Κούρκτζιαν, συμφωνεί με το συμπέρασμα που φαίνεται ότι έχει καταλήξει και το FBI.
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία οι ληστές ήταν δύο από τα μέλη της συμμορίας του μαφιόζου Καρμέλο Μερλίνο, ο 51χρονος Τζορτζ Ράισφελντερ, για την ταυτότητα του οποίου είναι σίγουρη και η σειρά και ο 49χρονος Λέοναρντ Ντι Μούτσιο, οι οποίοι πέθαναν το 1991, από υπερβολική δόση κοκαΐνης και ανταλλαγή πυροβολισμών, αντίστοιχα. Αυτά τα δύο πρόσωπα έμοιαζαν με τα σκίτσα που δημιούργησε από την περιγραφή των ληστών, η αστυνομία. Το ντοκιμαντέρ πάντως πιστεύει ότι αν ο δεύτερος ληστής δεν ήταν ο Ντι Μούτσιο, ήταν σίγουρα κάποιος από τους υπόλοιπους συνεργάτες του Μερλίνο όπως ο Ντέιβιντ Τέρνερ ή ο Τσάρλι Πάππας. Εν ζωή είναι μόνο ο Τέρνερ ο οποίος αποφυλακίστηκε πρόσφατα και είχε συνεληήφθη το 1999 μαζί με τον Μερλίνο.
Σύμφωνα με τον Μπάρνικλ, ο Τέρνερ γνωρίζει σχετικά με τη ληστεία, αλλά μοιάζει απίθανο να ξέρει που είναι οι πίνακες μετά από 20 χρόνια στη φυλακή.
Ο Μερλίνο συνελήφθη το 1999 για απόπειρα κλοπής σε ένα αμαξοστάσιο τεθωρακισμένων αυτοκινήτων και πέθανε στη φυλακή το 2005.
Η κλοπή πιθανότατα έγινε για λογαριασμό εγκληματικών συνδικάτων που δρούσαν στην περιοχή της Βοστόνης για λογαριασμό των μαφιόζων της πόλης, όπως Ρόμπερτ Γκουαρέντε που συνελήφθη σε ληστεία τράπεζας και πέθανε το 2004 ή του Γκουίντο Ντονάτι που βρέθηκε δολοφονημένος το 1991.
Ο Γκουαρέντε μπήκε στο στόχαστρο των αρχών το 2010 δηλαδή έξι χρόνια μετά το θάνατό του και σε συνεργασία με τον Ντονάτι πιστεύεται ότι οργάνωσαν τη ληστεία ως μοχλό πίεσης για την απελευθέρωση του συνεργάτη τους, Βίνσεντ Φεράρα που βρισκόταν στη φυλακή.
Επιπλέον ο Γκουαρέντε είχε μετακομίσει στο Μέιν και το FBI θεωρεί ότι οι πίνακες είχαν καταλήξει στα χέρια του φίλου του Γκουαρέντε, Μπόμπι Τζεντίλε που είχε σχέσεις με τη μαφία της Φιλαδέλφεια. Όμως στον έλεγχο που έγινε στο σπίτι του το Κονέκτικατ το 2012, δεν βρέθηκε τίποτα, εκτός από ένα χαρτί με τη λίστα των πινάκων που εκλάπησαν και την αξία τους και ο ίδιος αρνήθηκε ότι γνωρίζει κάτι για τα κλοπιμαία.
Στο στόχαστρο των αρχών αρχικά είχαν μπει οι δύο φύλακες ο 23χρονος τότε Ρικ Άμπατ, ο οποίος εργαζόταν κυρίως στη βραδινή βάρδια και ο οποίος σύμφωνα με μαρτυρίες φέρεται να ήταν συχνά μαστουρωμένος και ο 25χρονος Ράντι Χέσταντ, αφού ακόμα και σήμερα αρκετοί θεωρούν ότι η ληστεία χρειαζόταν και κάποιο άτομο από μέσα για να πραγματοποιηθεί.
Ο πρώην βοηθός του Γενικού Εισαγγελέα, Ρόμπερτ Φίσερ, που μίλησε στο ντοκιμαντέρ πιστεύει ότι η ληστεία δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς πληροφόρηση εκ των έσω, ωστόσο σημείωσε ότι αν μπορούσε ν’ απαγγείλει κατηγορίες σε κάποιον γι' αυτό, θα το είχε κάνει.
Ο Άμπατ πάντως από την πρώτη στιγμή αρνήθηκε την εμπλοκή του στην υπόθεση και τελικά οι αρχές τον αφαίρεσαν από τη λίστα των υπόπτων το 2015.
«Ήμουν απλώς ένας χίπης που δεν πείραζε κανέναν και από εκεί που δεν ήμουν στα ραντάρ κανενός, βρέθηκα στα ραντάρ όλων για τη μεγαλύτερη ληστεία έργων τέχνης στην ιστορία», είχε δηλώσει ο Άμπατ την ίδια χρονιά σε συνέντευξή του στο NPR.
Η τύχη των έργων τέχνης παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα. Το FBI πιστεύει ότι ταξίδεψαν στα συνδικάτα εγκλήματος στο Κονέκτικατ και στη Φιλαδέλφεια, όπου θεωρείται ότι βρέθηκε για τελευταία φορά ο πίνακας του Ρέμπραντ το 2003.
Πάντως ο Μπάρνικλ θεωρεί ότι οι πίνακες δεν βρίσκονται στα χέρια των εγκληματικών συνδικάτων. «Πιθανότατα είναι κρυμμένα στο υπόγειο κάποιου ή βρίσκονται κρεμασμένα στο χολ κάποιου και απλά δεν ξέρει ότι έχει πίνακα του Ντεγκά».
Τέλος πιστεύει ότι το ντοκιμαντέρ θα επαναφέρει τη ληστεία στο προσκήνιο και θα ανακινήσει το ενδιαφέρον για την υπόθεση. «Είναι σαν τη μεγαλύτερη αφίσα καταζητούμενου στον κόσμο», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Πηγές: Artnet.com, The Guardian, Vanityfair.com
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.