Μια επανάσταση δε χρειάζεται να είναι μαζική για να είναι επιτυχημένη. Δε χρειάζεται οι επαναστάτες να είναι καλά οπλισμένοι. Μια επανάσταση μπορεί να είναι και μια απλή κίνηση. Όπως, για παράδειγμα, να είσαι αφροαμερικανός στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1950 να γυρνάς από τη δουλειά σου κουρασμένος και να αρνείσαι να σηκωθείς από τη θέση σου για να κάτσει ένας λευκός, επειδή αυτό προέβλεπε ο νόμος. «Αληθινοί επαναστάτες είναι εκείνοι που δεν έχουν να χάσουν τίποτα» έλεγε ο θεωρητικός του αναρχισμού, Μιχαήλ Μπακούνιν. Και αυτό ακριβώς ήταν η Ρόζα Παρκς μια επαναστάτρια που δεν είχε τίποτα να χάσει. Είχε ζήσει τον ρατσισμό και την καταπίεση στο πετσί της. Δε θα άλλαζε κάτι αν της περνούσαν χειροπέδες. Και έτσι έγινε. Μια ημέρα σαν σήμερα.
Η γυναίκα που ξεκίνησε μια επανάσταση
Η Ρόζα Παρκς, γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1913 στην Αλαμπάμα. Μέσα σε ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον η Ρόζα έμαθε να αγαπά τη μόρφωση και τη γνώση. Η μητέρα της ήταν δασκάλα και δεν... σήκωνε κουβέντα. Ο πατέρας της, Τζέιμς, ήταν ξυλουργός και λιθοδόμος. Μετά τον χωρισμό των γονιών της όταν εκείνη ήταν μόλις 2 ετών, μετακόμισε με τη μητέρα της και τον αδερφό της στη φάρμα των παππούδων της. Η μικρή Ρόζα πήγε σε σχολείο για μαύρους στο Μοντγκόμερι. Δυστυχώς για την ίδια, ωστόσο, πρώτα αρρώστησε η γιαγιά της και στη συνέχεια η μητέρα της και κάπως έτσι αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένειά της. Εκείνη την εποχή, η παρουσία της Κου Κλουξ Κλαν ήταν ισχυρή, πράγμα το οποίο έκανε τη ζωή στη φάρμα δύσκολη. Τόσο δύσκολη που οι πόρτες και τα παράθυρα έμεναν σφραγισμένα, και πολλές φορές ο παππούς της Παρκς επαγρυπνούσε με το όπλο στο χέρι. Δεν ήταν σπάνιο για τα παιδιά να κοιμούνται με τα ρούχα τους, ώστε να είναι έτοιμα σε περίπτωση που η οικογένεια έπρεπε να διαφύγει.
Στα 19 της χρόνια παντρεύτηκε τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό της Ρέιμοντ Παρκς. Ήταν κουρέας αλλά κυρίως ήταν μέλος της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ατόμων (NAACP). Εκείνος ήταν που επέμεινε και τελικά πέτυχε να επιστρέψει η Ρόζα στο σχολείο και τελικά να πάρει και απολυτήριο Λυκείου. Στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, όμως, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Εκεί, ίσχυε, και οι λευκοί φρόντιζαν να ισχύει στο ακέραιο ο νόμος περί φυλετικού διαχωρισμού. Πολλές φορές τόσο η Ρόζα όσο και ο σύζυγός της ήρθαν αντιμέτωποι με το σκληρό πρόσωπο του ρατσισμού. Για τον λόγο αυτό, και παρά τις αντιρρήσεις του Ρέιμοντ, η Ρόζα έγινε και εκείνη στην NAACP και ανέπτυξε δράση υπέρ των δικαιωμάτων των αφροαμερικανών.
Η ζωή της άλλαξε, μια ημέρα σαν σήμερα. Το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου του 1955, η 42χρονη, τότε, Ρόζα Παρκς η οποία δούλευε ως μοδίστρα, μετά από μια κουραστική ημέρα επέστρεφε στο σπίτι της με το λεωφορείο. Όταν επιβιβάστηκε σε αυτό είδε πως οδηγός ήταν ο Τζέιμς Μπλέικ. Ο ίδιος οδηγός πριν από 12 χρόνια είχε κατεβάσει τη Ρόζα από το λεωφορείο επειδή είχε «τολμήσει» να μπει από την μπροστινή πόρτα, που ήταν μόνο για τους λευκούς. Η Ρόζα τον αναγνώρισε και τον προσπέρασε. Έφτασε στο πίσω μέρος του λεωφορείου, αφού μόνο εκεί επιτρεπόταν να κάτσει και αυτό εάν και εφόσον δεν υπήρχε μέσα κάποιος λευκός που ήταν όρθιος.
Τρεις στάσεις μετά, ανέβηκε στο λεωφορείο μια μικρή παρέα λευκών. Όταν ο οδηγός είδε πως δεν υπήρχαν θέσεις για να κάτσουν, απαίτησε από τους μαύρους να σηκωθούν από τις θέσεις τους. Οι τρεις σηκώθηκαν αμέσως. Όχι όμως και η Ρόζα. Ο οδηγός εκνευρισμένος από την «αναίδεια», την απείλησε πως αν δε σηκωθεί θα φωνάξει την αστυνομία. Η Ρόζα Πάρκς, αρνήθηκε να σηκωθεί και λίγη ώρα αργότερα, δυο αστυνομικοί της περνούσαν χειροπέδες και την οδηγούσαν στο αστυνομικό τμήμα. Για το παράπτωμά της οδηγήθηκε σε δίκη, όπου το δικαστήριο όρισε ως ποινή το ποσό των 14 δολαρίων. Παρ’ όλα αυτά η Ρόζα Παρκς δε συμβιβάστηκε και έκανε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α.
Η «μητέρα» του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα
Εκείνη την ημέρα οι Αφροαμερικανοί στο Μονγκόμερι αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τα λεωφορεία. Αν και έβρεχε κανένας μαύρος δεν ανέβηκε σε λεωφορείο. Κάποιοι έκαναν δεκάδες χιλιόμετρα με τα πόδια προκειμένου να φτάσουν στη δουλειά ή στα σπίτια τους αλλά κανείς δεν υποχώρησε. Σύσσωμη η αφροαμερικανική κοινότητα αλλά και αρκετοί λευκοί συμμετείχαν στην κινητοποίηση. Το απόγευμα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ σε ομιλία του με αφορμή την κίνηση της Ρόζα Παρκς είχε πει: «Έρχεται κάποια στιγμή, που οι άνθρωποι κουράζονται. Είμαστε εδώ αυτό το απόγευμα για να πούμε σε όλους αυτούς, που μας κακομεταχειρίζονται τόσο καιρό, ότι έχουμε κουραστεί. Έχουμε κουραστεί τον διαχωρισμό, την ταπείνωση, τον ξυλοδαρμό της καταπίεσης».
Μερικά χρόνια αργότερα, στην αυτοβιογραφία της, η Ρόζα Παρκς έγραψε κάτι ανάλογο: «Οι άνθρωποι λένε ότι δεν έδωσα τη θέση μου επειδή ήμουν κουρασμένη. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν κουρασμένη σωματικά... Όχι, είχα απλά κουραστεί να υποχωρώ». Το μποϊκοτάζ στα λεωφορεία κράτησε 381 ημέρες. Η διαχειρίστρια εταιρεία «γονάτισε» καθώς εκείνη την εποχή το 70% των επιβατών ήταν μαύροι.Πολλά ρομολόγια κόπηκαν και η τιμή του εισιτηρίου αυξήθηκε. Οι ρατσιστές αντέδρασαν βίαια τοποθετώντας βόμβα στο σπίτι του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ την ώρα που μέσα σε αυτό βρισκόταν η γυναίκα και η κόρη του, χωρίς ευτυχώς να τραυματιστούν.
Η οργή στην αφροαμερικανική κοινότητα περίσσευε αλλά ο Κινγκ τους ζήτησε να κάνουν υπομονή μέχρι να δικαιωθούν. Και τελικά δικαιώθηκαν. Στις 13 Νοεμβρίου 1956 το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως ο νόμος περί φυλετικού διαχωρισμού στο Μονγκόμερι είναι αντισυνταγματικός. Την επόμενη ημέρα η Ρόζα, ο φίλος της Εντγκαρ Νίξον, που είχε πληρώσει την εγγύηση για να αφεθεί ελεύθερη όταν είχε συλληφθεί, και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ επιβιβάστηκαν σε ένα λεωφορείο. Η Ρόζα μπήκε από την μπροστινή πόρτα και έκατσε στην πρώτη ελεύθερη θέση. Σχεδόν δίπλα στον οδηγό. Κανένας δεν της ζήτησε να σηκωθεί. Κανένας δεν την κατέβασε από το λεωφορείο. Η νίκη αυτή, ωστόσο, έκανε τη Ρόζα ακόμα πιο μισητή στα μάτια των ρατσιστών. Η Παρκς έχασε τη δουλειά της και ο σύζυγός της παραιτήθηκε από τη δική του, αφού δεν του επιτρεπόταν να μιλά για το μποϊκοτάζ ή τη σύζυγό του στη δουλειά. Αναγκάστηκαν να φύγουν από την Αλαμπάμα και να μετακομίσουν στο Ντιτρόιτ.
Η Ρόζα Παρκς έμεινε στην ιστορία ως τη «Μητέρα του σύγχρονου κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων». Το 1996 της απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, ενώ το 1999 τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου για τον αγώνα της κατά του ρατσισμού. Όταν πέθανε στην ηλικία των 92 στις 24 Οκτωβρίου 2005, έγινε η πρώτη γυναίκα της οποίας η σορός εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Ροτόντα του Καπιτωλίου.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.