Μενού
xeimarra
Το «Χειμάρρα» όταν ακόμα ονομαζόταν «Χέρτα» | Wikipedia
  • Α-
  • Α+

Σε μια χώρα ρημαγμένη από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και εν τω μέσω μιας εμφύλιας σύρραξης για να πάει κάποιος από τη μεγαλύτερη πόλη στη δεύτερη μεγαλύτερη, ασφαλέστερος δρόμος είναι η θάλασσα. Και κάπως έτσι η μοίρα εκατοντάδων ανθρώπων σφραγίστηκε. Εκείνο το ξημέρωμα της 19ης Ιανουαρίου 1947 το ατμόπλοιο «Χειμάρρα» παρέσυρε στο θάνατο τουλάχιστον 383 ανθρώπους και ονομάστηκε «Ελληνικός Τιτανικός». Εκείνο το ναυάγιο παραμένει ακόμα και σήμερα το πιο πολύνεκρο που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα.

Η βύθιση του «Ελληνικού Τιτανικού»

Το πλοίο είχε ναυπηγηθεί το 1905 στη Γερμανία, είχε ολική χωρητικότητα 1227 κόρους και καθ. 487 κόρους, μήκους 78 μέτρα, πλάτος 10,20 και βύθισμα 5 μέτρα. Ήταν εφοδιασμένο με δύο ατμομηχανές με ιπποδύναμη 224 ΝΗΡ, που κινούσαν δύο έλικες και έδιναν στο σκάφος ταχύτητα 12 κόμβους. Ονομάστηκε «Χέρτα» και από τον Οκτώβριο του 1939, ενώ έχει υποβληθεί σε μετατροπές, μπήκε στην υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού της ναζιστικής Γερμανίας και ως πλωτό νοσοκομείο. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, το ατμόπλοιο βρισκόταν πλέον σε βρετανικά «χέρια». Το 1946 το «Χέρτα» δόθηκε στην Ελλάδα ως «πολεμική επανόρθωση». Μετονομάστηκε σε «Χειμάρρα» και πλέον το εκμεταλλευόταν το Δημόσιο, που το έβαλε στο δρομολόγιο Αθήνα - Θεσσαλονίκη ως επιβατηγό.

Τη μοιραία ημέρα, στις 19 Ιανουαρίου 1947, το ατμόπλοιο κάνει το δρομολόγιο από τη Θεσσαλονίκη προς τον Πειραιά. Πλοίαρχος ήταν ο 52χρονος Σπυρίδωνας Μπιλίνης ο οποίος είχε στο ενεργητικό του... δυο ακόμα βυθίσεις πλοίων. Η πρώτη το 1922 όταν στο πλοίο του «Αστραπή» εκδηλώθηκε πυρκαγιά και η δεύτερη το 1941 όταν το επιβατηγό «Λέων» χτυπήθηκε από γερμανικά αεροσκάφη και βυθίστηκε κοντά στη Χαλκίδα!

Σύμφωνα με τις επίσημες καταστάσεις στο ατμόπλοιο επέβαιναν 86 μέλη πληρώματος και 530 επιβάτες (286 ιδιώτες και 244 στρατιωτικοί ανάμεσα στους οποίους, 36 πολιτικοί κρατούμενοι και 43 χωροφύλακες). Η κακοκαιρία εκείνης της ημέρας αναγκάζει τον καπετάνιο να μην ανοιχτεί στο Αιγαίο αλλά να ακολουθήσει δρομολόγιο εσωτερικά της Εύβοιας περνώντας από τη Χαλκίδα.

Εκεί έφτασε τα μεσάνυχτα της 19ης Ιανουαρίου, αποβίβασε περίπου 10 άτομα και μετά από μιάμιση ώρα ξεκίνησε το ταξίδι προς το λιμάνι του Πειραιά. Στις 4:10 τα ξημερώματα, ωστόσο, προσέκρουσε λόγω της πυκνής ομίχλης στις βραχονησίδες «Βερδούγια», μεταξύ Νέων Στύρων και Αγίας Μαρίνας. Όπως είχε αναφερθεί στο πόρισμα, τα κρίσιμα λεπτά στη γέφυρα του πλοίου βρισκόταν ο ύπαρχος Ιωάννης Μπέρτσης ο οποίος είχε παραλάβει από τον Ανθυποπλοίαρχο Καναβά. Το πλοίο συνέχισε να κινείται με πορεία 140 μοιρών, καθώς ο Καναβάς είχε ξεχάσει να πει στον Μπέρτση πως έπρεπε να στρέψει την πορεία στις 125 μοίρες. Όταν ο ύπαρχος κατάλαβε τον κίνδυνο ήταν αργά. Διέταξε τον πηδαλιούχο «όλο δεξιά» σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει το πλοίο. Η πλώρη του «Χειμάρρα» μετακινήθηκε δεξιά, όμως η αριστερή πλευρά του πλοίου προσέκρουσε σε βραχώδη προεξοχή του υφαλοπρανούς της βραχονησίδας Θερακωτό (αναφέρεται επίσης ως Γάιδαρος, ως Λευκασιά ή Δερακωτός, ενώ στη γύρω περιοχή είναι γνωστή ως Θερακωτός).

Το «Χειμάρρα», άρχισε να «βάζει» νερά από τα ύφαλα, έμεινε ακυβέρνητο και παρασύρθηκε από τους ανέμους και τα ισχυρά ρεύματα ενώ ταυτόχρονα σιγά - σιγά βυθιζόταν! Τελικά βυθίστηκε γύρω στις 5:30 σε βάθος 33 μέτρων κοντά στη νησίδα Παρθενόπη (ή Μεγάλο Βερδούγι με ύψος 81 μέτρα), στην οποία υπάρχει φάρος, έχοντας παρασύρει στο θάνατο τουλάχιστον 383 ανθρώπους (341 επιβάτες και 42 μέλη του πληρώματος).

Οι έρευνες για ναυαγούς ξεκίνησαν 10 ώρες αργότερα καθώς ποτέ το ατμόπλοιο δεν εξέπεμψε σήμα κινδύνου. Στις προσπάθειες διάσωσης πήραν μέρος καΐκια (το πρώτο που έφτασε εκεί είχε το όνομα «Έχει ο Θεός»), ένα ιστιοφόρο, παραπλέοντα πλοία και ένα ατμόπλοιο. Ένα ζευγάρι ναυαγών κολύμπησε 6 ώρες και έφτασε στον Μαραθώνα!   Επιπλέον, από τις ανακρίσεις προέκυψε πως οι ένοπλοι χωροφύλακες και οπλίτες που επέβαιναν στο πλοίο δεν πειθάρχησαν στις διαταγές του πλοιάρχου και κατέλαβαν πρώτοι τις ναυαγοσωστικές λέμβους, αφήνοντας στο πλοίο αβοήθητους γυναίκες και παιδιά.

Ο εμφύλιος πόλεμος, οι θεωρίες συνωμοσίας και το πόρισμα

Ανάμεσα στους διασωθέντες ήταν και ο μετέπειτα δήμαρχος Θεσσαλονίκης Ντίνος Κοσμόπουλος. Αντίθετα νεκρός ανασύρθηκε ο τότε δήμαρχος Πόρου, Δημήτριος Αριστ. Σαμπάνης. Αρχικά το ναυάγιο αποδόθηκε σε σαμποτάζ κομμουνιστών. «Οι κομμουνισταί είχαν κάθε λόγον να εξαφανίσουν μεταφερομένους συμμορίτας διά να λείψουν αι αναμφισβήτητοι αποδείξεις περί της αναρχοκομμουνιστικής δράσεως» έγραφε η «Εστία». Από την πλευρά του το παράνομο τότε ΚΚΕ το απέδωσε σε πρόσκρουση σε νάρκη καθώς το εμφυλιακό κράτος «δε νοιαζόταν να καθαρίσει τις θάλασσες»!

Ο πρώτος, πάντως, που έκανε λόγο για νάρκη ήταν ο καπετάνιος ο οποίος στις καταθέσεις του επέμενε ότι το ατμόπλοιο δεν είχε αποκλίνει από την πορεία του και πως η βύθισή του ήταν αποτέλεσμα πρόσκρουσης σε μαγνητική νάρκη. Αυτής της άποψης ήταν και οι Βρετανοί.

Οι πραγματογνώμονες, ωστόσο, που κλήθηκαν να ερευνήσουν τα αίτια του πολύνεκρου ναυαγίου είχαν άλλη γνώμη. Οι ανακρίσεις που διενήργησαν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το πλοίο «δεν εκινείτο επί της ορθής πορείας μέσα στο δίαυλο, αλλά συνέχιζε να κινείται με τουλάχιστον 25 μοίρες λάθος πορεία»! Στο πόρισμα αναφερόταν επίσης πως «δεν παρατηρήθηκε από κανέναν αυτόπτη μάρτυρα η στήλη νερού που ακολουθεί την έκρηξη νάρκης αλλά ούτε και η χαρακτηριστική λάμψη», «δεν υπήρξαν νεκρά ψάρια στην περιοχή» και «δεν προκλήθηκε σοβαρό ρήγμα στα πλευρά του πλοίου».

Το πόρισμα της Ανακριτικής Επιτροπής Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων επέρριψε ευθύνες στον Μπιλίνη (γιατί δεν έδωσε ρητές οδηγίες για την πορεία στο επικίνδυνο στενό του Ευβοϊκού και γιατί μετά την πρόσκρουση δεν έκανε τίποτα από αυτά που έπρεπε να κάνει), στους Καναβά και Μπέρτση αλλά και στους μηχανικούς του πλοίου Δρανδάκη, Παπαγιαννόπουλο, Μπογιατζίδη και Γεωργούδη.

Στη δίκη που ακολούθησε οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν αστείες (λίγων μηνών και μικρών χρηματικών προστίμων). Ο Μπιλίνης συνέχισε να είναι καπετάνιος ενώ αργότερα έγινε και πλοιοκτήτης! Για την απώλεια του πλοίου το Ελληνικό Δημόσιο εισέπραξε από την ασφάλεια 70.000 λίρες Αγγλίας.

Από τους 36 πολιτικούς κρατούμενους μόνο οι δέκα κατάφεραν να σωθούν. Οι υπόλοιποι βρήκαν τραγικό θάνατο καθώς ήταν δεμένοι με χειροπέδες, δεν τους ελευθέρωσε κανείς και έτσι έχασαν το δικαίωμα να παλέψουν για τη ζωή τους. Από τους 10 που σώθηκαν οι οκτώ συνελήφθησαν αμέσως μόλις βγήκαν στη στεριά ενώ δυο κατάφεραν να αποδράσουν. Αμφότεροι έπεσαν στα χέρια των αρχών τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς. Ο ένας από αυτούς, ο Αλέκος Ξυλάκης, το 1997 περιέγραψε στον «Ριζοσπάστη», με συγκλονιστικό τρόπο, τα οσα έζησε.

«Επιβιβαστήκαμε στο ''Χειμάρρα'' στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατά τις 7 το πρωί. Μόλις ξεκίνησε το πλοίο, εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι διαμαρτυρηθήκαμε γιατί μας είχαν δεμένους. Μετά την επίμονη στάση μας, ήρθε ο καπετάνιος και είπε στους αστυνομικούς να μας λύσουν. Τα προβλήματα άρχισαν μόλις το πλοίο βγήκε από τον Θερμαϊκό. Επαθε βλάβη και για κάποιο χρονικό διάστημα ήμασταν ακυβέρνητοι. Στη 1 τα ξημερώματα της Κυριακής φθάσαμε στη Χαλκίδα και σε λίγο το ''Χειμάρρα'' απέπλευσε. Μετά από λίγες ώρες το πλοίο συγκλονίστηκε από μια τρομερή έκρηξη. Επακολούθησε πανικός. Δε λειτουργούσε τίποτε. Επικράτησε απόλυτο σκοτάδι. Το ''Χειμάρρα'' ήταν ακυβέρνητο. Ολοι οι πολιτικοί εξόριστοι είχαμε συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα.

» Ένας σύντροφός μου, ο Αριστείδης, είχε μία λάμπα θυέλλης και την άναψε. Ο Παναγιώτης ο Τάρπογλου έρχεται και μας λέει ότι τα αμπάρια γεμίσανε νερό. Από ένα κιβώτιο παίρνουμε σωσίβια. Βγάζω τα ρούχα μου, το φοράω και ζητάω από τους άλλους συγκρατούμενούς μου να κάνουν το ίδιο. Το καράβι απότομα γέρνει αριστερά και αρχίζει να βυθίζεται. Ανέβηκα στην κουπαστή και έπεσα στη θάλασσα. Στο μεταξύ πολλές ναυαγοσωστικές βάρκες άρχισαν να αναποδογυρίζουν γιατί ήταν υπερφορτωμένες. Οι στιγμές ήταν εφιαλτικές. Από όλα τα σημεία ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές βοήθειας. Κολυμπώ μερικά μέτρα και βλέπω τη λάμπα να τρεμοσβήνει και ακριβώς την ώρα εκείνη το πλοίο να χάνεται. Καθώς κολυμπούσα προς την ακτή ένιωθα κάθε λίγο τα σώματα των πνιγμένων που ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού. Μετά από ώρες έφθασα στην ακτή. Στις δέκα το πρωί πέρασε ένα καΐκι και όπως οι ναυτικοί με είδαν να στέκομαι γυμνός στην ακτή, ήρθαν κοντά μου» είπε αρχικά ο Αλέκος Ξυλάκης και στη συνέχεια αναφέρθηκε στη σύλληψή του και τα όσα ακολούθησαν:

«Μία μέρα του Αυγούστου πήγαμε επίσκεψη με τον Κοντοστάθη (σσ: ο άλλος πολιτικός κρατούμενος που διασώθηκε και διέφυγε) σ’ ένα συγγενικό του σπίτι στον Αγ. Μελέτιο. Εκεί μας έκαναν το τραπέζι. Κάποιος όμως με παρατηρούσε από πάνω ως κάτω. Με τι όρεξη να φας μετά από αυτό. Τους ευχαριστήσαμε και φύγαμε. Στο δρόμο λέω στο σύντροφο μου: ''Στάθη, κάτι δε μ’ άρεσε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Φοβάμαι ότι πέσαμε σε χαφιέ''. Σύχναζα τότε σ’ ένα φαρμακείο στην οδό Αιόλου 101. Βλέπω σε μια στιγμή τον άνθρωπο που είχαμε συναντήσει στο συγγενικό σπίτι του Κοντοστάθη να περνάει μπροστά από το μαγαζί. Σε δύο λεπτά και πριν προλάβω να αντιδράσω με ακινητοποιεί με το πιστόλι του. Είκοσι μέρες με είχαν στην απομόνωση. ''Σε δέρνουμε'' μου έλεγαν ''γιατί δεν πνίγηκες''. Ακολούθησαν 12 χρόνια εξορίας και φυλακής. Πνίγηκαν κοντά 400 άνθρωποι. Οι οικογένειες των τραγικών θυμάτων δεν πήραν καμιά αποζημίωση».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA