Αν ρωτήσετε κάποιον να σας απαντήσει στην ερώτηση «ποιο είναι το μεγαλύτερο και πιο πολύνεκρο ναυάγιο που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα» τότε οι απαντήσει που θα λάβετε είναι πολύ συγκεκριμένες. Το πιθανότερο είναι πως θα σας πει για το «Ηράκλειο» στη Φαλκονέρα τον Δεκέμβριο του 1966 με τους 217 νεκρούς. Επίσης, πιθανό είναι να απαντήσει το «Χειμάρρα» στον Νότιο Ευβοϊκό τον Ιανουαρίου του 1947 με τους 383 νεκρούς.
Μια ακόμα πιθανή απάντηση είναι και το ναυάγιο του «Εξπρές Σάμινα» ανοιχτά της Πάρου τον Σεπτέμβριο του 2000 με τους 81 νεκρούς. Στην πραγματικότητα, όμως, κανένα από αυτά τα ναυάγια δεν είναι το μεγαλύτερο που έχει συμβεί στην Ελλάδα. Υπάρχει ένα άλλο. Ένα ξεχασμένο ναυάγιο με περισσότερους από 4.000 νεκρούς που έγινε στον Σαρωνικό, ανοιχτά του Σουνίου, μια ημέρα σαν σήμερα. Και να σκεφτεί κανείς πως το πιο «διάσημο» ναυάγιο στην ιστορία, ο «Τιτανικός», είχε κάτι περισσότερο από 1.510 νεκρούς!
Ένα πλωτό φέρετρο με ναζιστική σημαία
«Εδώ στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, αρχιστράτηγος των Συμμαχικών Δυνάμεων. Η ιταλική κυβέρνηση παρέδωσε τις ένοπλες δυνάμεις της άνευ όρων. Οι εχθροπραξίες μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των Συμμάχων Εθνών και της Ιταλίας τερματίζονται αμέσως. Όλοι οι Ιταλοί που τώρα βοηθούν έμπρακτα στην εκδίωξη του Γερμανού επιδρομέα από το ιταλικό έδαφος, θα έχουν τη βοήθεια και την υποστήριξη των Συμμάχων Εθνών». Η ιστορική αυτή ανακοίνωση έγινε το απόγευμα της Τετάρτης 8 Σεπτεμβρίου 1943. Η φασιστική Ιταλία είχε συνειδητοποιήσει πως ή θα παραδινόταν στους συμμάχους ή θα βρισκόταν αντιμέτωπη με μια βιβλικών διαστάσεων καταστροφή. Σοφά, επέλεξε να κάνει το πρώτο.
Η συνθηκολόγηση αυτή, ωστόσο, μετέτρεπε, αυτόματα, την Ιταλία σε μια χώρα εχθρική απέναντι στις ναζιστικές δυνάμεις του Γ΄ Ράιχ. Λίγες ώρες μετά το ραδιοφωνικό μήνυμα του στρατηγού Αϊζενχάουερ οι Γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν με μανία στον στρατό των πρώην σύμμαχό τους, ή, τέλος πάντων, σε ό,τι είχε απομείνει από αυτόν.
Για την Ελλάδα η νέα αυτή πραγματικότητα μπέρδευε αρκετά τα πράγματα καθώς αν και η χώρα βρισκόταν υπό ναζιστική κατοχή, τα Δωδεκάνησα βρισκόντουσαν υπό Ιταλική κυριαρχία. Άμεσα λοιπόν οι Γερμανοί σπεύδουν να εκδιώξουν τους Ιταλούς και να αναλάβουν οι ίδιοι τη διοίκηση της Δωδεκανήσου. Η Ιταλική φρουρά παραδίδεται στις ναζιστικές ορδές και από εκεί που ήταν σύμμαχοι με τους Γερμανούς τώρα είναι αιχμάλωτοί τους.
Από την πρώτη στιγμή που οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την οργή τοι Χίτλερ ο οποίος διέταξε η αντιμετώπιση των πρώην συμμάχων του να είναι όσο το δυνατόν πιο σκληρή. Πλείστα όσα είναι τα παραδείγματα όπου οι ναζί εξολόθρευσαν με μανία και δίχως κανένα έλεος ολόκληρες μονάδες του ιταλικού στρατού.
Όσοι δεν έπεφταν νεκροί μεταφέρονταν ως αιχμάλωτοι στα στρατόπεδα θανάτου. Αυτό θα γινόταν και με την Ιταλική φρουρά της Δωδεκανήσου. Το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου 1944, συνολικά 4.046 Ιταλοί στρατιώτες – αιχμάλωτοι των Γερμανών στοιβάζονται σαν τα ζώα στα αμπάρια του νορβηγικού πλοίου «Oria» το οποίο είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς προκειμένου να μεταφερθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το «Oria» είχε κατασκευαστεί το 1920 στο Σάντερλαντ από την Osbourne, Graham & Co. Αρχικά ταξίδευε για λογαριασμό εμπορικών εταιρειών. Είχε μήκος 86,9 μέτρα και εκτόπισμα 2127 τόνους. Ήταν ιδιοκτησία της νορβηγικής εταιρείας Fearnley & Eger με έδρα το Όσλο. Με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αφού η Γερμανία εισέβαλε στη Νορβηγία το πλοίο επιτάχθηκε και κατέληξε σε περιορισμό στη Βόρεια Αφρική. Στη συνέχεια επιτάχθηκε από τη γαλλική φιλοναζιστική κυβέρνηση του Βισύ, μετονομάστηκε σε «Sainte Julienne» και χρησιμοποιήθηκε στη Μεσόγειο. Από το Νοέμβριο του 1942 επιστράφηκε στον νόμιμο ιδιοκτήτη του αλλά στη συνέχεια δόθηκε στη γερμανική εταιρεία Mittelmeer Reederei GmbH με έδρα το Αμβούργο, συνεχίζοντας να κάνει ταξίδια στη Μεσόγειο για λογαριασμό των ναζιστικών δυνάμεων που το χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη μεταφορά αιχμαλώτων πολέμου.
Ότι, δηλαδή, θα έκανε και εκείνη την παγωμένη ημέρα του Φεβρουαρίου του 1944. Η κακοκαιρία ήταν σφοδρή και το «Oria» δεν ήταν αξιόπλοο. Αυτό, όμως, δεν ενόχλησε καθόλου τους αξιωματικούς της ναζιστικής διοίκησης να στοιβάξουν χιλιάδες ανθρώπους μέσα σε αυτό το πλωτό φέρετρο. Το «Oria» ξεκίνησε από το λιμάνι της Ρόδου με τελικό προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. Δε θα φτάσει ποτέ εκεί.
Το μεγαλύτερο ναυάγιο στη Μεσόγειο που έμεινε «κρυφό»
Στην πραγματικότητα ο ακριβής αριθμός των Ιταλών αιχμαλώτων παραμένει ακόμα και σήμερα αδιευκρίνιστος. Διαφορετικές πηγές αναφέρουν πως ήταν από 4.046 ως 4.233. Παράλληλα, εκτός από τους αιχμαλώτους, στο πλοίο επέβαιναν ακόμα 90 Γερμανοί στρατιώτες (οι 30 ως φρουρά), ενώ το πλήρωμα αποτελείτο από πέντε ναυτικούς, μεταξύ των οποίων ένας Έλληνας μηχανικός, και τον Νορβηγό καπετάνιο Bjarne Rasmussen.
Αφού το «Oria» ξεκίνησε το ταξίδι του προς Πειραιά, συνοδευόμενο από τα ιταλικά ελαφρά αντιτορπιλικά ΤΑ16, ΤΑ17 και ΤΑ19, τα οποία είχαν επιταχθεί από τους Γερμανούς, και ενώ βρισκόταν ανοιχτά της Κω, η νηοπομπή δέχτηκε επίθεση από βρετανικά πλοία, ενώ σύμφωνα με άλλες πληροφορίες κοντά στην Αστυπάλαια επίθεση και από το ολλανδικό υποβρύχιο «Ντολφάιν», που εκτόξευσε ανεπιτυχώς τρεις τορπίλες εναντίον του. Σε κάθε περίπτωση το «Oria» κατάφερε να ξεφύγει και να συνεχίσει το ταξίδι του προς τον Πειραιά. Το απόγευμα του Σαββάτου 12 Φεβρουαρίου το πλοίο βρισκόταν ανοιχτά του Σουνίου.
Εκεί δεν ήταν αντιμέτωπο με εχθρικά πλοία αλλά με μια σφοδρή κακοκαιρία. Στο Σαρωνικό φυσούσαν δυτικοί άνεμοι εντάσεως ακόμα και 10 μποφόρ! Το απόγευμα, εν μέσω καταιγίδας, το «Oria» προσέκρουσε με τη δεξιά πλευρά στα βράχια της νησίδας Πάτροκλος (Γαϊδουρονήσι) σε απόσταση 25 μιλίων Νοτιοανατολικά του λιμανιού του Πειραιά.
Το πλοίο πήρε κλίση αμέσως και άρχισε να βυθίζεται. Οι χιλιάδες Ιταλοί αιχμάλωτοι έμειναν κλειδωμένοι στα αμπάρια του πλοίου και δεν είχαν καμία τύχη. Η φουρτούνα δεν επέτρεψε στα τρία συνοδά πλοία να επέμβουν προκειμένου να διασώσουν τους ναυαγούς. Ο δίαυλος μεταξύ της νησίδας και των αττικών ακτών είναι γεμάτος ξέρες και υφάλους και με τέτοιο καιρό θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να επιχειρήσουν οποιαδήποτε διάσωση. Έτσι έφυγαν και όταν «έπιασαν» Πειραιά ενημέρωσαν τη ναζιστική διοίκηση για το ναυάγιο. Η βοήθεια έφτασε το επόμενο πρωί.
Ήταν ήδη πολύ αργά. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των επιζώντων, από το ναυάγιο του «Oria» διασώθηκαν μόνο τα μέλη του πληρώματος, ο καπετάνιος, 45 Γερμανοί και 49 Ιταλοί στρατιώτες, οι οποίοι βγήκαν εξαντλημένοι ή τραυματισμένοι στην ακτή. Το 1948, έγγραφο των ιταλικών υπουργείων Άμυνας – Ναυτικού και του γραφείου αγνοουμένων και επαναπατρισθέντων ανέφερε πως από τις καταθέσεις των διασωθέντων προκύπτει ότι συνολικά σώθηκαν 21 Ιταλοί στρατιώτες, έξι Γερμανοί και ένας Έλληνας.
Υπήρχε μια φήμη που κυκλοφόρησε τότε (είχε στηριχθεί σε μαρτυρίες κατοίκων των Λεγραινών) και ανέφερε πως το «Oria» τορπιλίστηκε από το υποβρύχιο «Παπανικολής». Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν μπορεί να έγινε καθώς σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στρατιωτικά αρχεία τη μοιραία ημέρα το θρυλικό υποβρύχιο βρισκόταν σε αποστολή και έπλεε μεταξύ Κρήτης και Λιβάνου.
Τις επόμενες ημέρες οι ακτές από τον Χάρακα μέχρι το Λαγονήσι είχαν γεμίσει με πτώματα. Οι ντόπιοι έλεγαν πως θύμιζαν «μαρίδα στο τηγάνι». Οι Γερμανοί έθαβαν άρον – άρον τα πτώματα σε ομαδικούς τάφους και επέβαλαν αυστηρή λογοκρισία σχετικά με το πολύνεκρο ναυάγιο. Και η λογοκρισία αυτή δεν αφορούσε μόνο τον Τύπο αλλά και τις διοικητικές αρχές, είτε ελληνικές είτε κατοχικές. Το ναυάγιο του «Oria» έπρεπε πάση θυσία να μείνει μυστικό.
Για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο οι ντόπιοι ψαράδες το αποκαλούσαν «το ναυάγιο με τις καραβάνες» επειδή με τα δίχτυα τους έβγαζαν συνέχεια διάφορα αντικείμενα μέσα από το πλοίο. Το ναυάγιο εντοπίστηκε, σε βάθος περίπου 35 μέτρων, από τον δύτη Αριστοτέλη Ζερβούδη το 2000. Σήμερα πολλά αντικείμενα από το μοιραίο πλοίο αποτελούν μέρος της μόνιμης συλλογής του Πολεμικού Μουσείο, αδιάψευστοι μάρτυρες μιας ανεπανάληπτης, για τα νερά της Μεσογείου, τραγωδίας.
«Σε όλο το πλοίο άκουγες κλάματα και κραυγές πόνου»
Ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του ναυαγίου, ο Πιέτρο Σόρντι, διηγήθηκε το 1946 τα όσα έζησε:
«Στις 8 Σεπτέμβρη 1943 υπηρετούσα στο 312 τάγμα Carristi, μοτοσυκλετιστής, στο νησί της Ρόδου. Από τις 8 έως τις 12 Σεπτέμβρη πολέμησα εναντίον των Γερμανών, στην τοποθεσία Centrale.
Αιχμαλωτίστηκα και φυλακίστηκα σε στρατόπεδο στα Τριάντα (Ιαλυσός).
Στις 11 Φλεβάρη επιβιβάστηκα σε νορβηγικό πλοίο για να μεταφερθώ στη Γερμανία. (…) βρεθήκαμε στη πλατεία του εμπορικού λιμανιού της Ρόδου, 4031 Ιταλοί. Μετά από λίγο επιβιβαστήκαμε, δηλαδή μας στοίβαξαν σαν σαρδέλες, σε ένα φορτηγό πλοίο περίπου τεσσάρων χιλιάδων τόνων, δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα πια, αλλά άκουσα ότι ήταν νορβηγικό.
Μας έβαλαν τον ένα πάνω στον άλλο, με μανία και δύναμη, από μερικούς κακομοίρηδες Γερμανούς, που προσπαθούσαν να στοιβάξουν μεγαλύτερο φορτίο, κατέβασαν και δυο ξύλινες σκάλες από το κατάστρωμα μέχρι κάτω, και έκατσαν κι αυτοί στα σκαλιά, αφήνοντας μια τρύπα δύο τετραγωνικών μέτρων για να αναπνέουμε.
Φόρτωσαν ακόμα και στο κατάστρωμα του πλοίου, έφτασε 4 μ.μ. Λίγα λεπτά αργότερα το πλοίο απέπλευσε και είπαμε ένα τελευταίο αντίο στην όμορφη πόλη και στο καταραμένο νησί της Ρόδου.
Η νύχτα της 11ης Φλεβάρη ήταν γκρίζα και θολή, ο παγωμένος άνεμος σφύριζε μέσα από τα κατάρτια του πλοίου, η θαλασσοταραχή δυνάμωνε (…)
Σε όλο το πλοίο άκουγες κλάματα και κραυγές πόνου. Το ναυάγιο έγινε εξαιτίας της μεγάλης φουρτούνας, και ο Γερμανός καπετάνιος πήγε στραβά και έπεσε πάνω σε ένα βράχο. Μετά τα κύματα με πέταξαν στην άμμο της ελληνικής ακτής, οι Γερμανοί με μάζεψαν και με μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γουδιού, μαζί με τους άλλους επιζώντες.
Πηγαίνοντας από το ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο άλλο, απελευθερώθηκα τελικά από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ στην πόλη της Λάρισας. Από τους αντάρτες περάσαμε στον Ερυθρό Σταυρό, από τον Ερυθρό Σταυρό στους Άγγλους.
Επέστρεψα στο Taranto στις 3 Μάρτη 1945 από τον Βόλο».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.