Από το έπος του 1940 μέχρι και την ημέρα που έφυγε από την Ελλάδα ο τελευταίος ναζί στρατιώτης, γράφτηκαν χρυσές σελίδες ηρωισμού και αντίστασης. Οι Έλληνες αντιστάθηκαν στον κατακτητή και πολλές φορές πέτυχαν νίκες περίλαμπρες που έκαναν αίσθηση σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη. Μέσα σε αυτές τις χρυσές σελίδες, ωστόσο, υπάρχουν και κάποιες οι οποίες είναι κατάμαυρες. Μια από αυτές, γράφτηκε μια ημέρα σαν σήμερα πριν από 79 χρόνια. Ήταν το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Η ημέρα που οι ναζιστικές ορδές σε αγαστή συνεργασία με τους ντόπιους συνεργάτες τους, τους ταγματασφαλίτες και τους χωροφύλακες της Ειδικής Ασφάλειας, σφαγίασαν εκατοντάδες Έλληνες αντιστασιακούς.
Τι ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας και η Ειδική Ασφάλεια
Στην Ελλάδα μπορεί, όπως γίνεται συνήθως με τις μαύρες σελίδες στην ιστορία της χώρας, να μην το συζητάμε... ανοιχτά, αλλά την περίοδο της κατοχής υπήρχαν κάποιοι που δεν αντιστάθηκαν στις ναζιστικές ορδές. Και όχι απλά δεν αντιστάθηκαν αλλά συνεργάστηκαν μαζί τους με στόχο τον... «κομμουνιστικόν κίνδυνον». Δοσίλογοι που δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να συνεργαστούν με αυτούς που έσφαζαν τους Έλληνες και θεωρούσαν εχθρό αυτόν που μέχρι πριν τον πόλεμο ήταν συγχωριανός, συμπολίτης, γείτονας ακόμα και συγγενής.
Αρχικά υπήρχαν τα «Τάγματα Ευζώνων». Γνωστά και ως Τάγματα Ασφαλείας τα μέλη των οποίων ήταν γνωστά ως Ταγματασφαλίτες, Γερμανοτσολιάδες ή Ράλληδες. Δημιουργήθηκαν με το Νόμο 260/1943 στις 18 Ιουνίου 1943 από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη (εξού και το «Ράλληδες»). Στόχος τους ήταν η εξόντωση των Κομμουνιστών μελών του Ε.Λ.Α.Σ. και βεβαίως των στελεχών του ΕΑΜ.
Τα Τάγματα εξοπλίστηκαν από τη Βέρμαχτ η οποία δεν είχε κανένα θέμα με τη δημιουργία τους δεδομένου πως αφενός οι ταγματασφαλίτες δεν αντιστέκονταν στην γερμανική διοίκηση και αφετέρου «εξοικονομούσαν» γερμανικό αίμα αφού οι Γερμανοστολιάδες έμπαιναν στην πρώτη γραμμή των μαχών με τον Ε.Λ.Α.Σ.
Ανώτατος αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν ο Γερμανος στρατηγός των Waffen SS Γιούργκεν Στρόοπ, ο οποίος αντικαταστάθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1943 από τον υποστράτηγο Βάλτερ Σιμάνα. Η συνεργασία τους χαρακτηριζόταν από τους ίδιους τους Γερμανούς σε αναφορές τους ως εξαιρετική. Είχαν επίσης συμμετοχή στις γιορτές για τα γενέθλια του Χίτλερ και για την 25η Μαρτίου που διοργάνωσαν οι Γερμανοί. Ανάμεσα στα άλλα ντροπιαστικά που έκαναν, τα Τάγματα Ασφαλείας βοήθησαν στη φύλαξη των Εβραίων της Πάτρας, που στάλθηκαν στο Άουσβιτς, και συμμετείχαν στην προετοιμασία της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», που κατέληξε στη Σφαγή των Καλαβρύτων, συλλέγοντας πληροφορίες στα Καλάβρυτα και τις γύρω περιοχές για λογαριασμό των Γερμανών.
Από την άλλη υπήρχε η Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους. Γνωστή και ως Ειδική Ασφάλεια ή «Η Ειδική», ήταν ειδικό τμήμα της Ελληνικής Χωροφυλακής που δημιουργήθηκε για τη δίωξη των κομμουνιστικών οργανώσεων και τη σύλληψη των κομμουνιστών σε ολόκληρη την Ελλάδα. Δημιουργήθηκε το Φεβρουάριο του 1929 επί κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, αρχικά ως Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας Αθηνών του αρχηγείου Χωροφυλακής με σκοπό τη δίωξη του κομμουνισμού και τη σύλληψη κομμουνιστών στην πρωτεύουσα. Το 1933 ο Διοικητής της Διεύθυνσης Ειδικής Ασφαλείας Αθηνών, Ταγματάρχης Χωροφυλακής, Αργύριος Δικαίος, συμμετείχε στην οργάνωση της απόπειρας δολοφονίας κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου, στην Κηφισιά.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής 1941-44 η Ειδική Ασφάλεια συνεργαζόμενη στενά με τους Γερμανούς ήταν η γραμμή κρούσης κατά των αντιστασιακών. Κυρίως από την άνοιξη του 1944 και μετά τα αποσπάσματα της Ειδικής άρχισαν να συγκρούονται σε κανονικές μάχες με τον Ε.Λ.Α.Σ. Από τα μέσα του 1944 τα βασανιστήρια και οι θανατώσεις κρατουμένων στα γραφεία της Ειδικής ήταν καθημερινό φαινόμενο.Εκεί στις 26 Ιούλη του 1944 δολοφονήθηκε η αγωνίστρια Ηλέκτρα Αποστόλου. Αν και ο κύριος σκοπός της Διεύθυνσης Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους ήταν οι διώξεις και οι συλλήψεις κομμουνιστών, η Ειδική Ασφάλεια στράφηκε και εναντίον οργανώσεων μη κομμουνιστικών, όπως η οργάνωση της Λέλας Καραγιάννη και η οργάνωση «Υβόννη».
Διαλύθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1944. Στη δίκη των Δοσίλογων ο διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας υποστράτηγος Αλέξανδρος Λάμπου, ο υποδιοικητής συνταγματάρχης Αναστάσιος Πάτερης, ο Παρθενίου και άλλοι καταδικάστηκαν σε ισόβια αλλά στα χρόνια του Εμφυλίου αποφυλακίστηκαν και συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους στη Χωροφυλακή, με τον Πάτερη μάλιστα να γίνεται και αρχηγός του Σώματος την περίοδο 1954 – 1957!
Το Μπλόκο της Κοκκινιάς
Αυτοί, λοιπον, οι «πατριώτες» μαζί με τους Ναζί μια ημέρα σαν σήμερα πριν από 79 χρόνια, έστησαν το πολυθρύλητο Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το μπλόκο με τις μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες στην Αθήνα κατά το οποίο διεξήχθησαν εκατοντάδες ομαδικές εκτελέσεις, συνελήφθησαν 3.000 άνθρωποι ως όμηροι και σημειώθηκαν εκτεταμένοι εμπρησμοί σπιτιών.
Περίπου στις 2:30 το ξημέρωμα εκείνης της μαύρης ημέρας, δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικυκλώνουν τις γύρω περιοχές που περικλείουν την Κοκκινιά, από Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί και Ρέντη μέχρι Κερατσίνι, Φάληρο και Πειραιά.
Μαζί με τους Ναζί, τους Ταγματασφαλίτες και την Ειδική που στήνουν το Μπλόκο είναι και το μηχανοκίνητο τμήμα του αξιωματικού της Αστυνομίας Πόλεων, Νικόλαου Μπουραντά που αποτελείτο από 700 άνδρες γνωστούς και ως «Μπουραντάδες». Όλοι αυτοί μαζί είχαν ένα και μοναδικό στόχο: Να αιματοκυλίσουν τη «Μικρή Μόσχα» όπως έλεγαν την προσφυγούπολη της σημερινής Νίκαιας. Σύμφωνα με υπολογισμούς στο Μπλόκο συμμετείχαν περίπου 2.500 Ναζί και δοσίλογοι.
Όταν ο κλοιός στην πόλη ολοκληρώθηκε (δεν μπορούσε κανείς να βγει ή να μπει) δόθηκε η διαταγή να συγκεντρωθεί όλος ο ανδρικός πληθυσμός, ηλικίας από 14 ως 60 ετών, στην πλατεία της Οσίας Ξένης (σημερινή Πλατεία 17ης Αυγούστου 1944). «Προσοχή - προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14-60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου», φώναζαν από τα χωνιά οι ταγματασφαλίτες.
Στις 9 το πρωί, οι Γερμανοί έδωσαν διαταγή στους συγκεντρωμένους (περίπου 25.000) να γονατίσουν. Αμέσως, αρχίζουν να κυκλοφορούν ανάμεσά τους, έλληνες προδότες, που φορούν κουκούλες για να μην αναγνωρίζονται και υποδεικνύουν στους Γερμανούς τους αγωνιστές και τα ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ. Ανάμεσα στους προδότες και ο περιβόητος συνταγματάρχης των ταγματασφαλιτών Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, που φοράει κάσκα και κρατά μαστίγιο. Εκεί και ο ταγματάρχης Γ. Σγούρος με τον γιό του «μπέμπη» (Θεόδωρο Σγούρο) που είναι ντυμένος τσολιάς. Ο γνωστός χαφιές της Κοκκινιάς, Μπατράνης, διακρίνει μέσα στο πλήθος το λοχαγό του ΕΛΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου και με ειρωνεία τον χαιρετά «τα σέβη μου λοχαγέ» και δίνει το σύνθημα.
Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται για πολλή ώρα. Έναν - έναν τους πηγαίνουν στον Γερμανό δήμιο που πίνει συνέχεια ούζο και με το όπλο του συνεχώς εκτελεί. Πίνει, βρίζει, εκτελεί και συνεχώς αναφωνεί «άλες κόμουνιστ καπούτ», («Όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν»).
Μέχρι το απόγευμα 76 στελέχη του ΕΑΜ εκτελούνται, όπως και 46 πατριώτες στη συνοικία «Αρμένικα» που πέφτουν και αυτοί νεκροί. Επίσης, 30 ακόμη Κοκκινιώτες σκοτώνονται σε μεμονωμένα επεισόδια, ενώ 4 άλλοι καίγονται από την πυρπόληση τουλάχιστον 100 σπιτιών από τους επιδρομείς. Συνολικά, τα θύματα του «Μπλόκου της Κοκκινιάς» ανέρχονται σε 315. Την ίδια ώρα, γύρω στους 6.000 άνδρες οδηγούνται με ισχυρή συνοδεία στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ύστερα από λίγες μέρες θα μεταφερθούν σε γερμανικά στρατόπεδα περίπου 1.200, αρκετοί από τους οποίους θα εκτελεστούν ή θα πεθάνουν από τις κακουχίες.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.