Σε χρόνια δύσκολα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν, για πολλούς Έλληνες, κάτι σαν τη... Γη της επαγγελίας. Εκεί μπορούσαν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, ειδικά αν συγκριθεί ο τρόπος ζωής τους εκεί με τα όσα βίωναν εδώ. Όλοι «κυνηγούσαν» το περιβόητο «American dream». Αν υπάρχει έστω ένας που το πέτυχε, πάντως, αυτός είναι ο Τζιμ Λόντος. Ο θρυλικός παλαιστής που από απλός βοσκός στο Άργος, μετατράπηκε στον απόλυτο σούπερ σταρ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και ακόμα και σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, παραμένει η μεγαλύτερη εισπρακτική ατραξιόν όλων των εποχών στη μακρά ιστορία της επαγγελματικής πάλης, σε μια χώρα που εδώ και δεκαετίες παθαίνει παροξυσμό σε κάθε show της WWE με πρωταγωνιστές όπως ο Hulk Hogan!
Από βοσκός στο Άργος...
Ο Χρήστος Θεοφίλου, γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1897 στο Κουτσοπόδι του Άργους. Ήταν ο Βενιαμίν από τα 13 παιδιά του Θεόφιλου και της Παναγιώτας. Αγρότες και οι δυο. Τα έφερναν δύσκολα πέρα και κάθε ημέρα ουσιαστικά ήταν μια μάχης επιβίωσης σε εποχές σκληρές. Ο μικρός Χρήστος ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα παιδιά της οικογένειας.
Ίσως, για τον λόγο αυτό οι γονείς του είχαν μεγάλα όνειρα για εκείνον. Ο πατέρας του (ο οποίος ήταν ερασιτέχνης παλαιστής) ήθελε να τον στείλει στη Σχολή Ευελπίδων για να γίνει αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Η μητέρα του ήθελε να τον στείλει στην ιερατική σχολή για να γίνει ιερέας. Μέσα σε τόσες σκληρές συνθήκες διαβίωσης, ωστόσο, αυτά ήταν όνειρα απατηλά για μια φτωχή οικογένεια.
Ούτε αξιωματικός του στρατού, ούτε ιερέας. Ο μικρός αναγκάστηκε να γίνει βοσκός προκειμένου να φροντίζει τα λιγοστά ζώα που είχε στην κατοχή της η οικογένειά του. Λέγεται πως την πρώτη φορά που ο Χρήστος έδειξε τη δύναμη που είχε ήταν όταν κρεμάστηκε από ένα σχοινί σε μια γέφυρα κοντά στο σημείο που βοσκούσε τα ζώα. Τον βρήκε κρεμασμένο η μητέρα του η οποία τρόμαξε πως το παιδί της αυτοκτόνησε και άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Όταν ο μικρός άκουσε τις φωνές της τρομοκρατημένης μητέρας του, έβγαλε το σχοινί από τον λαιμό του, πάτησε στο έδαφος και χαμογελαστός την πλησίασε, την αγκάλιασε και της είπε πως απλώς είχε κρεμαστεί για να... δυναμώσουν οι μυς του λαιμού του!
Ο Χρήστος κάποια στιγμή παρακάλεσε τους γονείς του να τον στείλουν στην Αθήνα. Εκεί ζούσαν τα μεγαλύτερα από τα αδέρφια του, τα οποία είχαν ανοίξει ένα υφαντήριο στην οδό Ηφαίστου, στο Μοναστηράκι. Μετά από αρκετή σκέψη οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στα αδέρφια του.
Ο μικρός, ωστόσο, ήταν πειραχτήρι. Στην πρωτεύουσα δεν είχε καμία διάθεση για δουλειά. Ήθελε να κάνει τα δικά του. Κάποια στιγμή, περιφερόταν άσκοπα μέσα στο κλωστήριο ενοχλώντας τους εργάτες που προσπαθούσαν να δουλέψουν. Ο επιστάτης του έκανε επίπληξη και ο 13χρονος Χρήστος, τον σήκωσε στα χέρια και τον πέταξε μέσα στο μεγάλο καζάνι όπου βάφονταν τα νήματα!
Συνειδητοποίησε πως το... κλίμα δεν τον σηκώνει και άρχισε να εξερευνά την πρωτεύουσα. Σε μια από τις ατελείωτες περιηγήσεις του, στον Πειραιά, συνάντησε τον φοβερό και τρομερό παλαιστή της εποχής, τον Δημήτρη Τόφαλο. Κάτι η γνωριμία με τον Τόφαλο κάτι ότι ο πατέρας του ήταν ερασιτέχνης παλαιστής κάτι το ότι ο ίδιος είχε μια πηγαία δύναμη που δύσκολα συναντούσε κάποιος, του έβαλαν στο μυαλό, το μικρόβιο της πάλης. Ο Τόφαλος αφού του δίδαξε τα βασικά του δυναμικού αγωνίσματος του εξήγησε πως δεν πρόκειται να κάνει καμία καριέρα της προκοπής στην Ελλάδα και πως αν πραγματικά ήθελε να μεγαλουργήσει στον συγκεκριμένο τομέα θα έπρεπε να φύγει και να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες!
...Σούπερ σταρ της πάλης στις ΗΠΑ
Χωρίς πολλά – πολλά ο Χρήστος το παίρνει απόφαση και φεύγει για την Αμερική χωρίς να το πει σε κανέναν. Μόνο λίγο πριν σαλπάρει το πλοίο, αποκαλύπτει σε έναν φίλο του τα σχέδιά του. Κάποια από τα αδέρφια του προσπάθησαν να τον εμποδίσουν αλλά ήταν, πλέον, αργά, ο μικρός είχε σαλπάρει με προορισμό το όνειρο του.
«Μόλις βγήκα στη Νέα Υόρκη και τελείωσαν οι πρώτες διατυπώσεις, βάλθηκα ευθύς να βρω δουλειά. Ξαφνικά έρχεται κάποιος και μου λέει ότι ο αδερφός μου ο Θανάσης βρισκόταν κάπου εκεί κοντά στη Νέα Υόρκη. Αυτό με αναστάτωσε. Εγώ, σκέφτηκα, έφυγα από το χωριό μου μόνο και μόνο για να μην είμαι υπό την κηδεμονία του πατέρα μου και για να γίνω αυτεξούσιος και τώρα να έρθω εδώ και να βρεθώ υπό την κηδεμονία του αδερφού μου; Και με τη σκέψη αυτή, μαζεύω τα πράγματά μου, που δεν είχα λύσει καλά - καλά και σηκώνομαι και φεύγω και πηγαίνω στην άλλη άκρη της Αμερικής, στην Καλιφόρνια! Εκεί ήμουν βέβαιος πως θα ήμουν μοναχός μου» είχε πει ο ίδιος ο Λόντος σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 1936 στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Μπουκέτο» και αναδημοσίευσε τον Δεκέμβριο του 2020 η ιστοσελίδα argolika.gr.
Μέχρι να ασχοληθεί με την πάλη ο Χρήστος έκανε ένα σωρό δουλειές του ποδαριού. Ακόμα και σε τσίρκο είχε δουλέψει. Περίμενε να του δοθεί η ευκαιρία για να δείξει το ταλέντο του. Ήταν, άλλωστε, μόλις 14 ετών. Είχε όλα τα χρόνια μπροστά του για να αποδείξει την αξία του.
Τον πρώτο του (ανεπίσημο) αγώνα τον έδωσε στο Μεξικό. Είχε διαβάσει στις εφημερίδες πως ζητούσαν παλαιστές στη Σάντα Κρουζ και είχε πάει. Αγωνίστηκε, εντυπωσίασε αλλά... δεν πληρώθηκε και βρέθηκε άφραγκος, νηστικός και εξαντλημένος να γυρνάει τρεις μέρες σε έναν τόπο άγνωστο. Τελικά, ευτυχώς για τον ίδιο, βρέθηκε στο δρόμο του ένας γνωστός ο οποίος του έδωσε χρήματα για να πληρώσει τα εισιτήρια της επιστροφής στο Σαν Φρανσίσκο.
Η αποτυχία αυτή, πείσμωσε τον πιτσιρικά, ο οποίος έψαχνε με μανία να βρει τη δική του ευκαιρία. Όταν αυτή του δόθηκε την άρπαξε από τα μαλλιά. Αρχικά εμφανίστηκε ως Χριστόφορος Θεόφιλος «The Wrestling ''Plasterer" Christopher Theophelus», δηλαδή ο παλαιστής σοβατζής επειδή είχε δουλέψει και ως οικοδόμος! Με ύψος 1.72 και βάρος 90 κιλά, ο Θεοφίλου ήταν συχνά μικρότερος από τους αντιπάλους του. Ωστόσο, το χαμηλό κέντρο βάρους του, η τρομερή δύναμη και φυσική κατάσταση και τα ισχυρά πόδια του αντιστάθμιζαν την έλλειψη ύψους.
Οι αγώνες του προσέλκυσαν πολλούς οπαδούς και η φήμη του μεγάλωσε γρήγορα. Ο Θεοφίλου άλλαξε το όνομά του σε Τζιμ Λόντος αφού απέκτησε γρήγορα φήμη η οποία κατά βάση στηρίχθηκε στην ομορφιά του αφού ο... πονηρός και όμορφος Χρήστος Θεοφίλου, διάλεγε πάντα άσχημους αντιπάλους και έτσι κέρδιζε τις γυναίκες θεατές!
Λέγεται πως το Τζιμ Λόντος προέκυψε όταν έφτασαν στην Ελλάδα τα πρώτα αποκόμματα εφημερίδων στα οποία φιγουράριζε ο νεαρός παλαιστής. Τα αδέρφια του έδειξαν τα αποκόμματα στον πατέρα τους, σίγουροι ότι θα χαιρόταν. Εκείνος, ωστόσο, θύμωσε βλέποντας τον γιο του ημίγυμνο: «Τι είναι αυτά; Ο γιος μου χωρίς ρούχα; Αν είναι να καταντήσει μπεχλιβάνης (σ.σ. παλαιστές των πανηγυριών), να αλλάξει όνομα». Όταν ο Χρήστος έμαθε για την αντίδραση του πατέρα του αποφάσισε να αλλάξει όνομα. Χρησιμοποίησε το Τζιμ για να τιμήσει τον αδερφό του, Δημήτρη, που τον υπερασπίστηκε στο οργισμένο ξέσπασμα του πατέρα τους και το Λόντον, επειδή αυτό ήταν το επίθετο του προπονητή του. Λίγο μετά, αντικατέστησε το τελικό «ν» με το «ς», για να δηλώνει την ελληνικότητά του.
Το «σήμα κατατεθέν» του Τζιμ Λόντος ήταν «αεροπλανικό κόλπο». Μια λαβή που ο ίδιος είχε εμπνευστεί και είχε τελειοποιήσει σε τέτοιο βαθμό που οι αντίπαλοί του ήταν αδύνατον να ξεφύγουν. Πρώτα περίμενε να κουραστεί ο αντίπαλός του και όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, έσκυβε ξαφνικά, τον έπιανε με το ένα χέρι από τα πόδια, με το άλλο «κλείδωνε» τον λαιμό του, τον σήκωνε ψηλά και αφού τον στριφογύριζε στον αέρα, τον έριχνε σαν σακί στο καναβάτσο και κάπου εκεί τελείωναν όλα μέσα σε αποθέωση!
Ο Λόντος κέρδισε ταξίδεψε σε 32 χώρες (ανάμεσά τους και η Ελλάδα) όπου έδωσε χιλιάδες αγώνες. Κέρδισε αμέτρητους τίτλους και διακρίσεις. Αποκορύφωμα της καριέρας του όταν το 1929 νίκησε τον Γερμανό παλαιστή Ντικ Σίκατ και ανακηρύχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών της National Wrestling Association και βέβαια το 1938 αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών, παίρνοντας την περίφημη χρυσή και αδαμαντοποίκιλτη ζώνη, την οποία δεν έχασε ποτέ. Τη διατήρησε στην κατοχή του για πάντα, αφού όταν αποσύρθηκε από την αγωνιστική δράση το 1946, το έκανε ως εν ενεργεία παγκόσμιος πρωταθλητής.
Δημιούργησε μια τεράστια περιουσία, μέρος της οποίας έδωσε σε Ελληνόπουλα που έμειναν ορφανά στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για να αντιληφθεί κάποιος το πόσα λεφτά κέρδιζε, αρκεί μόνο να αναφερθεί πως το 1931, τη χρονιά που κορυφώθηκε το αμερικανικό κραχ, ο Λόντος κέρδισε 1,5 εκατ. δολάρια!
Όταν αποσύρθηκε από την αγωνιστική δράση, το 1959 ως πεντάκις παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών, αγόρασε ένα ράντσο στην Καλιφόρνια, το ονόμασε «Argos» και έμεινε εκεί με τη γυναίκα του και τις τρεις του κόρες, μέχρι το θάνατό του, από ανακοπή καρδιάς, μια ημέρα σαν σήμερα, το 1975.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.