O Σεπτέμβρης για τους περισσότερους από εμάς, αποτελεί το ξεκίνημα της νέας σεζόν. Τα παιδιά προετοιμάζονται για το σχολείο και οι ενήλικες θέτουν νέους στόχους για τις δουλειές τους.
Ο Σεπτέμβρης όμως, για τους μύστες του κρασιού, είναι ο πιο γλυκός μήνας του χρόνιου, είναι η εποχή, που σύμφωνα με την παράδοση, οι πιο ανυπόμονοι δοκιμάζουν τα βαρέλια από τη νέα παραγωγή, λίγο πριν η καινούρια σοδειά έρθει σε επαφή με όλους τους κρασοπότες, στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου.
Σύμφωνα με το σχετικό κείμενο του ιστορικού ερευνητή Στέφανο Μίλεση, το κρασί που καταναλωνόταν το Σεπτέμβριο ήταν το πιο «ευάλωτο», αυτό που αν έμενε πολύ καιρό στα βαρέλια υπήρχε κίνδυνος να ξιδιάσει.
«Μεζές πρώτης και κοκκινέλι σαν τα βαμμένα χειλάκια της Παρθενόπης»
Γυρίζοντας το χρόνο πίσω, στη δεκαετία του `30, μπροστά μας απλώνεται μια εποχή όπου όλες οι γειτονιές μύριζαν κρασί. Στο λιμάνι τη Φρεαττύδας, στο Τουρκολίμανο και στο Πασαλιμάνι, το άρωμα της θάλασσας έφτιαχνε κάθε μέρα ένα γλυκό κράμα με αυτό που ανάδυαν τα βαρέλια των κρασιών.
Στους Αμπελόκηπους, στο Περιστέρι και σε άλλες γειτονιές και «χωριά» της Αθήνας, τα ταβερνεία σαγήνευαν επίσης τους Αθηναίους με το φρέσκο κρασί τους και δημιουργούσαν αναπόφευκτες κρασομαζώξεις.
O Τύπος της εποχής εμπνεόταν από τα κρασοπουλιά και έφτιαχνε χρονογραφήματα, ποιήματά και κάθε λογής «μεθυσμένα» κείμενα.
«Άη ρε Χριστέ μου ταβέρνα να ιδούν τα μάτια σου και να θαγμάξης. Τα βαρέλια σαν πυροβολαρχία σε παράταξι έτοιμη πέρι δράσι» (από τη στήλη «Βλάμικες Κουβέντες», υπογράφει ο Νώντας).
Οι ταβερνιάρηδες και οι οινοπώλες δεν πουλούσαν απλώς κρασί, αλλά το παρήγαγαν κιόλας, μέσα σε βαρέλια που κατασκευάζονταν στους βαγενάδες, που βρίσκονταν στη Γούβα του Βάβουλα.
Είχαν πάντα στη διάθεση τους τη σωστή ποιότητα μούστου από τον προμηθευτή, και «στάντ μπάϊ» τους ρετσινιάρηδες, τους ανθρώπους που είχαν ως βασική αποστολή να συλλέξουν το ρετσίνι, περνώντας μέσα από κάθε λογής δάση και βουνά. Όλη αυτή η γραμμή παραγωγής έπρεπε να λειτουργήσει στην εντέλεια, ώστε μέσα στον Οκτώβριο η κάθε ταβέρνα να αρχίσει να παράγει και να πουλάει το δικό της κρασί.
Την παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι ταβερνιάρηδες, οι οινοπώλες και όσοι είχαν δικά τους βαρέλια,. έκαναν το πρώτο επίσημο κάλεσμα σε φίλους και γνωστούς. Το άνοιγμα του γιοματαριού και οι κρασομεζέδες που έβγαιναν στο τραπέζι, ήταν μια μυσταγωγία που μάζευε παρέες σε κάθε κουτούκι του Πειραιά και πέριξ των Αθηνών.
Όταν οι παρέες διασταυρώνονταν στους δρόμους του Πειραιά, με σκοπό να παρευρεθούν στο άνοιγμα κάποιου γιοματαριού, έδιναν το σύνθημα: «Καλά κρασιά κουμπάρε» και άλλαζαν δρόμο για να φτάσει ο καθένας στο κουτούκι που είχε δώσει το ραντεβού.
Το «καλά κρασιά» ήταν ένας φιλικός και συνάμα «διπλωματικός» χαιρετισμός μεταξύ γνωστών. Έλεγαν μόνο αυτό, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες, γιατί αν το γιοματάρι του ενός έβγαζε ωραίο κρασί και το μάθαιναν κι άλλες παρέες, δεν θα «φτουρούσε» για όλους! Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι (ή κρασί;) για τις κρασοπαρέες του Πειραιά της δεκαετίας του `30!
Δείτε επίσης:
Πώς έγινε η τραγωδία με τον 16χρονο - Συνελήφθη ο αδερφός του, κατηγορείται ότι τον μαχαίρωσε
Η δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο – Ποιος σκότωσε τη «σιδηρά κυρία» του Πακιστάν
Βασίλης Καρράς: Σήμερα η ταφή του μεγάλου καλλιτέχνη - Η επιθυμία της οικογένειας
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.